DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Electronics containing μείωση | all forms
GreekEnglish
αντιληπτή μείωση ποιότηταςperceptible reduction in the quality
μείωση αποσύζευξηςdecrease in decoupling
μείωση απόδοσης λόγω χωρητικού φορτίου στο συλλέκτηcollector-capacitor-load efficiency reduction
μείωση απόδοσης λόγω χωρητικού φορτίου στο συλλέκτηcapacitor-load efficiency reduction
μείωση διάρκειας ζωήςlifetime killer
μείωση ελαστικότητας από τη συρματοποίησηreduced elasticity due to stranding
μείωση ζωνικού εύρουςbandwidth reduction
μείωση θορύβου dbxdbx noise reduction
μείωση ισχύοςbackoff
μείωση ισχύοςback-off
μείωση ισχύος μιας υδροηλεκτρικής εγκατάστασης για υδραυλικούς λόγουςreduction in capacity of a hydro-installation for hydraulic reasons
μείωση κέρδουςgain fall
μείωση οδοντωτού τροχούgear reduction
μείωση ονομαστικού ρεύματοςcurrent derating
μείωση ονομαστικών τιμών για αυξημένη θερμοκρασίαtemperature derating
μείωση παρεμβολής παρακείμενου καναλιούadjacent channel selectivity
μείωση παρεμβολής παρακείμενου καναλιούadjacent channel rejection ratio
μείωση παρεμβολής παρακείμενου καναλιούadjacent channel rejection
μείωση πλεονασμούredundancy reduction
μείωση ρεύματος εν κενώidle current reduction
μείωση ρεύματος ηρεμίαςidle current reduction
μείωση ρυθμού δυαδικών ψηφίωνbit rate reduction
μείωση στάθμης φέρουσας κατά τη διαμόρφωσηreduction in carrier level during modulation
μείωση τάσηςreduction in voltage
μείωση ταχύτητας των δυαδικών ψηφίωνbit rate reduction
μείωση της απόδοσης έγχυσης εκπομπούemitter-injection efficiency fall-off
μείωση της συχνότηταςfrequency reduction
μείωση του κοντράστwash out
μείωση του ποσοστού χρησιμοποιήσιμων διατάξεωνshrinkage
μείωση φέρουσαςcarrier reduction
μείωση φορτίουload reduction
μείωση φορτίουto unload
μείωση φωτρεύματος με τη θερμοκρασίαthermal toughening
μείωση φωτρεύματος με τη θερμοκρασίαthermal quenching
συσκευή για τη μείωση του ήχουnoise reduction unit