DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Electronics containing μαγνητικό | all forms
GreekEnglish
αντιστάτης εξαρτόμενος από το μαγνητικό πεδίοmagnetic-field-dependent resistor
εγκάρσιο μαγνητικό διάνυσμαtransverse magnetic vector
επίπεδο μαγνητικό μεγάφωνοplanar-magnetic loudspeaker
ιδανικό μαγνητικό μέσοideal magnetic medium
μαγνητικό έδρανο εξάρτησηςmagnetic suspension bearing
μαγνητικό αποτέλεσμαmagnetic effect
μαγνητικό κύκλωμαmagnetic circuit
μαγνητικό πεδίο διασποράςstray magnetic field
μαγνητικό πηνίοmagnetic coil
μαγνητικό πηνίοmagnetizing coil
μαγνητικό πηνίοmagnet coil
μαγνητικό πλέγμαmagnetic screen
μαγνητικό τύμπανοmagnetic drum
μαγνητικό υλικό κράματος νεοδημίου, σιδήρου, βορίουneodymium iron boron
μαγνητικό υλικό σπάνιων γαιώνrare earth magnet material
μαγνητικό φρέαρmagnetic well
μαγνητικό φύσημα του τόξουmagnetic arc blow
μεταβολή διείσδυσης σήραγγος σε μαγνητικό πεδίοtunnelling variation in magnetic field
μεταβολή διείσδυσης σήραγγος σε μαγνητικό πεδίοtunneling variation in magnetic field
μη μαγνητικόnon-magnetic
μικροδιακόπτης με μαγνητικό σβήσιμοmagnetic blow-out microswitch
παγωμένο σε μαγνητικό πεδίοfrozen-in field
παγωμένο σε μαγνητικό πεδίοfrozen-in magnetic field
παγωμένο σε μαγνητικό πεδίοfrozen magnetic field
πυρήνας από κονιορτοποιημένο μαγνητικό υλικόmagnetic powder core
τοροειδές μαγνητικό πεδίοtoroidal magnetic field
υπολειπόμενη τάση για μηδενικό μαγνητικό πεδίοresidual voltage for zero magnetic field
φαινόμενο αντίστασης εξαρτόμενο από το μαγνητικό πεδίοmagnetic-field-dependent-resistance effect