DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Politics containing μία | all forms | exact matches only
GreekEnglish
αναπτύσσω προτάσεις σε μια ορισμένη υπόθεσηmake submissions
Δίκαιη πληρωμή για τη χρήση της υποδομής: μια σταδιακή θέσπιση ενός κοινού πλαισίου για την χρέωση του κόστους της υποδομής των μεταφορών στην ΕΕ - Λευκή βίβλοςFair Payment for Infrastructure Use: A phased approach to a common transport infrastructure charging framework in the EU - White Paper
εκδικάζω μια υπόθεση κατά προτεραιότηταgive a case priority over others
Επιτροπή για την προστασία από τις συνέπειες της εξωεδαφικής εφαρμογής ορισμένων νόμων που θεσπίστηκαν από μια τρίτη χώρα και των μέτρων που βασίζονται σε αυτούς ή που απορρέουν από αυτούς κατά του εμπορικού αποκλεισμούCommittee on protection against the effects of the extra-territorial application of legislation adopted by a third country, and actions based thereon or resulting therefrom anti-boycott
κηρύσσω μια πράξη άκυρη; κηρύσσω άκυροto declare an act to be void
μία ενδεχόμενη κοινή πολιτική τιμών πρέπει να βασίζεται επί ενιαίων μεθόδων υπολογισμούany common price policy shall be based on uniform methods of calculation
μία και μοναδική ψηφοφορίαsingle vote
πέρασμα της σκυτάλης από μία Προεδρία στην επόμενηPresidency baton
σύνοδοι ειδικής συνθέσεως του Συμβουλίου που πραγματοποιούνται μια φορά ανά εξάμηνοmeetings of Council configurations meeting once every six months