DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Communications containing μέγιστη | all forms
GreekEnglish
διαθέσιμη μέγιστη ισχύςavailable power
λόγος κυκλοφοριακού φόρτου επιπέδου εξυπηρέτησης πρός μέγιστη κυκλοφοριακή ικανότηταvolume/capacity ratio
λόγος κυκλοφοριακού φόρτου επιπέδου εξυπηρέτησης πρός μέγιστη κυκλοφοριακή ικανότηταV/C ratio
μέγιστη ένταση αδυναμίας έλξηςmaximum non-operate current
μέγιστη αντίθεσηcontrast range
μέγιστη απόσταση συντονισμούmaximum co-ordination distance
μέγιστη διασπορά καθυστέρησης κυττάρουmaximum cell delay variance
μέγιστη επιτρεπόμενη ισχύς εκπομπής RF των MS για πρόσβαση στο σύστημα ώσπου να διαταχθούν αλλιώςmaximum allowed transmitted RF p. for MSs to access the sys. until com. otherwise
μέγιστη ισχύςmaximum electric capacity
μέγιστη ισχύςmaximum capacity
μέγιστη κατάληψηmaximum busy
μέγιστη κυκλοφοριακή ικανότηταmaximum capacity
μέγιστη κυκλοφοριακή ικανότηταabsolute capacity
μέγιστη πίεσηmaximum pressure
μέγιστη χρησιμοποιήσιμη συχνότηταmaximum usable frequency
μεγίστη απορρόφηση εικόναςimage peak absorption
μεγίστη ευαισθησίαpeak sensitivity
μεγίστη πυκνότηταmaximum density