Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Russian
Spanish
Terms
for subject
Communications
containing
μέγιστη
|
all forms
Greek
English
διαθέσιμη
μέγιστη
ισχύς
available power
λόγος κυκλοφοριακού φόρτου επιπέδου εξυπηρέτησης πρός
μέγιστη
κυκλοφοριακή ικανότητα
volume/capacity ratio
λόγος κυκλοφοριακού φόρτου επιπέδου εξυπηρέτησης πρός
μέγιστη
κυκλοφοριακή ικανότητα
V/C ratio
μέγιστη
ένταση αδυναμίας έλξης
maximum non-operate current
μέγιστη
αντίθεση
contrast range
μέγιστη
απόσταση συντονισμού
maximum co-ordination distance
μέγιστη
διασπορά καθυστέρησης κυττάρου
maximum cell delay variance
μέγιστη
επιτρεπόμενη ισχύς εκπομπής RF των MS για πρόσβαση στο σύστημα ώσπου να διαταχθούν αλλιώς
maximum allowed transmitted RF p. for MSs to access the sys. until com. otherwise
μέγιστη
ισχύς
maximum electric capacity
μέγιστη
ισχύς
maximum capacity
μέγιστη
κατάληψη
maximum busy
μέγιστη
κυκλοφοριακή ικανότητα
maximum capacity
μέγιστη
κυκλοφοριακή ικανότητα
absolute capacity
μέγιστη
πίεση
maximum pressure
μέγιστη
χρησιμοποιήσιμη συχνότητα
maximum usable frequency
μεγίστη
απορρόφηση εικόνας
image peak absorption
μεγίστη
ευαισθησία
peak sensitivity
μεγίστη
πυκνότητα
maximum density
Get short URL