DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Metallurgy containing λεπτά | all forms
GreekEnglish
απομέταλλα λεπτών χαλυβδόφυλλωνfine gauge sheet scrap
ικανότητα του ηλεκτροδίου για εναπόθεση λεπτών κορδονιών μεγάλου μήκουςcapability of depositing a long small bead
κατεργασία σταθεροποίησης με σκοπό τη δημιουργία λεπτών κατακρημνισμάτωνstabilizing treatment with a view to producing fine precipitates
λεπτές βελόνες ωστενίτη διεισδύουν στο εσωτερικό των κόκκων του φερρίτηthe austenite advances in narrow lamellae into the ferrite-grain
λεπτές εσωτερικές ρωγμέςclinking
λεπτές εσωτερικές ρωγμέςclink
μια αρχική δομή από λεπτές λωρίδες προκαλεί το ίδιο αποτέλεσμαa fine lamellar pearlite in the initial condition acts in the same way
οι λεπτές γραμμές του ανοιχτόχρωου ωστενιτικού κόκκου είναι οι γραμμές εξάρμοσηςthe fine lines in the lighter austenite grain, are the dislocation lines
περιστροφική τύπωση σπειρωμάτων επί λεπτών κυλινδρικών ελασμάτωνthread spinning
περιστροφική τύπωση σπειρωμάτων επί λεπτών κυλινδρικών ελασμάτωνthread beading
συσκευή μετωπικής συγκόλλησης λεπτών φύλλωνtape butt-seam welding machine
συσκευή μετωπικής συγκόλλησης λεπτών φύλλωνfoil butt-seam welding machine
συσκευή μετωπικής συγκόλλησης λεπτών φύλλωνfoil butt-seam welder