Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Czech
Danish
Dutch
English
French
German
Hebrew
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Metallurgy
containing
λεπτά
|
all forms
Greek
English
απομέταλλα
λεπτών
χαλυβδόφυλλων
fine gauge sheet scrap
ικανότητα του ηλεκτροδίου για εναπόθεση
λεπτών
κορδονιών μεγάλου μήκους
capability of depositing a long small bead
κατεργασία σταθεροποίησης με σκοπό τη δημιουργία
λεπτών
κατακρημνισμάτων
stabilizing treatment with a view to producing fine precipitates
λεπτές
βελόνες ωστενίτη διεισδύουν στο εσωτερικό των κόκκων του φερρίτη
the austenite advances in narrow lamellae into the ferrite-grain
λεπτές
εσωτερικές ρωγμές
clinking
λεπτές
εσωτερικές ρωγμές
clink
μια αρχική δομή από
λεπτές
λωρίδες προκαλεί το ίδιο αποτέλεσμα
a fine lamellar pearlite in the initial condition acts in the same way
οι
λεπτές
γραμμές του ανοιχτόχρωου ωστενιτικού κόκκου είναι οι γραμμές εξάρμοσης
the fine lines in the lighter austenite grain, are the dislocation lines
περιστροφική τύπωση σπειρωμάτων επί
λεπτών
κυλινδρικών ελασμάτων
thread spinning
περιστροφική τύπωση σπειρωμάτων επί
λεπτών
κυλινδρικών ελασμάτων
thread beading
συσκευή μετωπικής συγκόλλησης
λεπτών
φύλλων
tape butt-seam welding machine
συσκευή μετωπικής συγκόλλησης
λεπτών
φύλλων
foil butt-seam welding machine
συσκευή μετωπικής συγκόλλησης
λεπτών
φύλλων
foil butt-seam welder
Get short URL