DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing κοντάρι | all forms
SubjectGreekEnglish
met.ανάδευση με ξύλινο κοντάριpoling
transp.κατευθύνω σκάφος με κοντάριto steer a boat underway by dragging a pole on the bed
hobbyκοντάρι για άλμα επί κοντώvaulting pole
hobbyκοντάρι για άλμα επί κοντώpole
agric.κοντάρι για τη χάραξη γραμμώνfurrower
agric.κοντάρι για τη χάραξη γραμμώνrow maker
agric.κοντάρι για τη χάραξη γραμμώνdrill rake
el.κοντάρι εργασίαςworking stick
el.κοντάρι εργασίαςworking pole
agric.κοντάρι κλαδέματοςpole pruner
agric.κοντάρι λέμβουpole hook
agric.κοντάρι λέμβουboat hook
life.sc.κοντάρι στήριξης ορθογωνιόμετρουsupporting rod for optical square
hobby, transp.κοντάρι συσκευασίαςpacking bar
life.sc.κοντάρι τοπογράγουranging pole
chem., el.κοντάρι φανοκόρουlamplighter's pole
el.κοντάρι χεριούhand stick
el.κοντάρι χεριούhand pole
lab.law.μονωμένο κοντάριoperation pole
lab.law.μονωμένο κοντάριisolating pole
met.υπερβολικά αναδευμένος με ξύλινο κοντάριoverpoled
met.υπερβολική ανάδευση με ξύλινο κοντάριoverpoling