DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing κομμάτι | all forms
GreekEnglish
εργασία αμειβόμενη με το κομμάτιwork at piece rates
μεταλλευτής αμοιβόμενος με το κομμάτιcontractor s-wales
μεταλλευτής αμοιβόμενος με το κομμάτιpiece worker
μεταλλευτής αμοιβόμενος με το κομμάτιtut worker
μεταλλευτής αμοιβόμενος με το κομμάτιtributer ore mining
μεταλλευτής αμοιβόμενος με το κομμάτιjobber
μεταλλευτής αμοιβόμενος με το κομμάτιbargain taker