DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing κεντρικό | all forms
GreekEnglish
άμαξα με κεντρικό διάδρομοcoach with centre gangway
άμαξα με κεντρικό διάδρομοopen-aisle coach
άμαξα με κεντρικό διάδρομοcentre-aisle coach
διαμήκες κεντρικό επίπεδοlongitudinal centre plane
ζεύξη με κεντρικό προσκρουστήραcentral buffer coupling
ηλεκτρονικό κεντρικό σύστημα ελικοπτέρουintegrated helicopter avionics system
κεντρικό έμβολο πίεσης πέδησηςmaster brake cylinder
κεντρικό αεροδρόμιοhub airport
κεντρικό αεροδρόμιοhub
κεντρικό αεροφυλάκιο Νο 2main reservoir No.2
κεντρικό αεροφυλάκιο Νο 2second main reservoir
κεντρικό αεροφυλάκιο Νο 1main reservoir No.1
κεντρικό αποθετήριο πληροφοριών σχετικών με περιστατικά στην πολιτική αεροπορίαcentral repository of information on civil aviation occurrences
κεντρικό αποθετήριο πληροφοριών σχετικών με περιστατικά στην πολιτική αεροπορίαEuropean Central Repository
κεντρικό γραφείο διανομής των φορτηγών βαγονιώνcentral wagon control office
Κεντρικό Γραφείο Διεθνών Σιδηροδρομικών ΜεταφορώνCentral Office for International Railway Transport
κεντρικό γραφείο κατανομής των φορτηγών βαγονιώνcentral wagon control office
κεντρικό γραφείο ναύλωνfreight bureau
κεντρικό γραφείο ναύλωνfreight booking office
κεντρικό γραφείο συμψηφισμού λογαριασμώνCentral Clearing House
κεντρικό γραφείο συμψηφισμού λογαριασμώνB.C.C.
Κεντρικό Γραφείο Συντονισμού για τη Διαχείριση της Μεταφοράς Εμπορευματοκιβωτίων επί του ΡήνουCentral Coordinating Office to manage container transport on the Rhine
κεντρικό δίκτυοTEN-T Core Network
κεντρικό δίκτυοTrans-European Transport TEN-T Core Network
κεντρικό δομικό αρμοκάλυπτρο οριζόντιου σταθεροποιητήhorizontal stabilizer centre fishplate
κεντρικό δομικό αρμοκάλυπτρο οριζόντιου σταθεροποιητήhorizontal stabilizer center fishplate
κεντρικό εξάρτημα κλειδιούfrog-point
κεντρικό εξάρτημα κλειδιούpoints crossing
κεντρικό εξάρτημα κλειδιούpoint frog
κεντρικό εξάρτημα κλειδιούfrog
κεντρικό εξάρτημα κλειδιούcrossing frog
κεντρικό επίμηκες έδρανοcentre sill
κεντρικό επίπεδο επιβάτηcentre plane of occupant
κεντρικό εργοστάσιοmain repair shop
κεντρικό εργοστάσιοmain workshop
κεντρικό ηλεκτρονικό σύστημα ελικοπτέρουintegrated avionics system
κεντρικό κάρυοcentre roller
κεντρικό κάρυοcentre fairlead
κεντρικό κάρυοcentre bollard
κεντρικό και αυτοματοποιημένο σύστημα διακανονισμούcentralised and automated settlement system
κεντρικό κατακόρυφο επίπεδοvertical centre plane
κεντρικό λιγιστήριο-σταθμόςcentral accounting station
κεντρικό μηχανοστάσιοhome depot
κεντρικό πόδιcentre stand
κεντρικό ράουλοκν.centre roller
κεντρικό ράουλοκν.centre fairlead
κεντρικό ράουλοκν.centre bollard
κεντρικό συνεργείοmain workshop
κεντρικό συνεργείοcentral maintenance facility
κεντρικό συντονιστικό γραφείοcoordinating office
κεντρικό σύρμα έλξης αερόστατουcentre point pennant
κεντρικό σύστημα συναγερμού πυρκαϊάςcentralized fire alarm equipment
κεντρικό σύστημα φρένωνservice brake
κεντρικό σώμαspike
κεντρικό ταμπόνιcentre buffer
κεντρικό τμήμα ατράκτουfuselage centre section
κεντρικό τμήμα ατράκτουfuselage center section
κεντρικό τμήμα πτέρυγαςcentre wing
κεντρικό τμήμα πτέρυγαςcentre section
κεντρικό τμήμα πτέρυγαςcenter wing
κεντρικό τμήμα της ΜεσογείουMiddle Mediterranean
κεντρικό υδραυλικό σύστημαcentralized hydraulic system
κεντρικό χειριστήριο αλλαγών σταθμούonly signal box
κεντρικό χειριστήριο αλλαγών σταθμούcentral signal box
κεντρικό χειριστήριο ηλεκτράμαξαςmaster controller
κεντρικό χειριστήριο ηλεκτράμαξαςmanually-controlled switchgroup
κεντρικό όργανο διαχείρισης της εμπορευματικής κίνησηςfreight traffic control centre
σταθμός με κεντρικό συσσωρευτήcommon battery station
σταθμός με κεντρικό συσσωρευτήcentral battery station
όχημα με κεντρικό διάδρομοcoach with centre gangway
όχημα με κεντρικό διάδρομοopen-aisle coach
όχημα με κεντρικό διάδρομοcentre-aisle coach