Subject | Greek | English |
econ. | έκτακτοι τόκοι για καταθέσεις που καταθέτονται για μεγαλύτερο διάστημα από αυτό που είχε συμφωνηθεί αρχικά | extra interest paid on deposits left longer than originally agreed |
law | ένα Kράτος που δεν έχει καταθέσει τα έγγραφά του κυρώσεως και προσχωρήσεως | a State which has not deposited its instruments of ratification and accession |
fin. | αμοιβή από καταθέσεις ταμιευτηρίου | interest payable on savings deposits |
fin. | αμοιβαία κεφάλαια σε καταθέσεις; αμοιβαία κεφάλαια διαθεσίμων | cash funds |
law | αν περισσότερα του ενός πρόσωπα καταθέσουν αίτηση | if there is more than one applicant |
fin. | αποταμιευτικές καταθέσεις | savings deposits |
law | αρνούμαι να καταθέσω,να ορκιστώ ή να προβώ στην επίσημη διαβεβαίωση που επέχει θέση όρκου | refuse to give evidence, to take the oath or to make a solemn affirmation equivalent thereto |
bank. | δείκτης χορηγήσεων προς καταθέσεις | loan-to-deposit ratio |
fin. | διατραπεζικές καταθέσεις | inter-bank deposits |
fin. | διατραπεζικές καταθέσεις | inter-bank deposit |
fin. | διαφορές, ενεχυριάσεις και καταθέσεις | differences, margins and deposits due |
gen. | ειδικές καταθέσεις | special deposits |
fin. | ελάχιστες υποχρεωτικές καταθέσεις | minimum reserve requirement |
fin. | εμπιστευτικές καταθέσεις | fiduciary investment |
fin. | εμπιστευτικές καταθέσεις | trust investment |
fin. | εμπιστευτικές καταθέσεις | fiduciary deposit |
fin., account. | καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια | outside capital |
fin., account. | καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια | loan capital |
fin., account. | καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια | liabilities |
fin., account. | καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια | deposits and borrowed funds |
fin., account. | καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια | debt capital |
fin., account. | καταθέσεις και δανειακα κεφάλαια | borrowed capital |
market., fin. | καταθέσεις και τρέχοντες λογαριασμοί | customers'deposits |
market., fin. | καταθέσεις και τρέχοντες λογαριασμοί | deposits |
market., fin. | καταθέσεις και τρέχοντες λογαριασμοί | deposits from customers |
market., fin. | καταθέσεις και τρέχοντες λογαριασμοί | advance from clients |
account. | καταθέσεις; καταθέσεις ταμιευτηρίου | savings deposit |
fin. | καταθέσεις μίας ημέρας | overnight deposit |
gov. | καταθέσεις μαρτύρων | depositions |
fin. | καταθέσεις με προθεσμία λήξεως | deposit with agreed maturity |
fin. | καταθέσεις με συμφωνημένη διάρκεια | deposits with agreed maturity |
fin. | καταθέσεις με συμφωνημένη διάρκεια | deposit with agreed maturity |
market., fin. | καταθέσεις πελατών | customers'deposits |
market., fin. | καταθέσεις πελατών | deposits |
market., fin. | καταθέσεις πελατών | deposits from customers |
market., fin. | καταθέσεις πελατών | advance from clients |
econ. | καταθέσεις που παραμένουν σταθερές | deposits which remain stable |
fin. | καταθέσεις προθεσμίας | deposits with agreed maturity |
fin. | καταθέσεις προθεσμίας | time deposit |
fin. | καταθέσεις προθεσμίας | term deposit |
account. | καταθέσεις προθεσμίας | time deposits |
fin. | καταθέσεις προθεσμίας επί προθεσμία | forward forward deposits |
fin. | καταθέσεις προθεσμίας; προθεσμιακές καταθέσεις | time deposits |
econ. | καταθέσεις σε εθνικό νόμισμα που προκύπτουν από πρόγραμμα ή σύμβαση αποταμίευσης | deposits in national currency resulting from a savings scheme or contract |
gen. | καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύματα | deposits with credit institutions |
gen. | καταθέσεις σε συνάλλαγμα/και ξένα νομίσματα | foreign currency deposits |
fin. | καταθέσεις σε χρυσό | gold deposit |
fin. | καταθέσεις στους λογαριασμούς | deposits in the accounts |
fin., account. | καταθέσεις τακτής προθεσμίας | fixed period deposit |
fin., account. | καταθέσεις τακτής προθεσμίας | fixed-term deposit |
fin., account. | καταθέσεις τακτής προθεσμίας | money lent for fixed period |
fin., account. | καταθέσεις τακτής προθεσμίας | fixed deposit |
market., fin. | καταθέσεις ταμιευτηρίου | savings deposit |
account. | καταθέσεις ταμιευτηρίου | savings deposits |
fin. | καταθέσεις ταχυδρομικού ταμιευτηρίου | postal savings |
econ. | καταθέσεις τις οποίες κατέχουν οι ασφαλιστές για λογαριασμό των ασφαλισμένων | deposits which the insurers hold in the name of the insured |
fin. | καταθέσεις υπό προειδοποίηση | deposits at notice |
fin. | καταθέσεις υπό προειδοποίηση | deposits redeemable at notice |
fin. | καταθέσεις υπό προειδοποίηση | deposit at notice |
gen. | καταθέσεις ως μορφή υποχρεωτικών καταθέσεων | deposits with the Central Bank as compulsory reserve requirements |
fin. | καταθέσεις όψεως | demand deposit |
fin. | καταθέσεις όψεως | sight deposit |
fin. | καταθέσεις όψεως | demand deposits |
fin. | καταθέσεις όψεως | sight fund |
fin. | καταθέσεις όψεως | demand fund |
account. | καταθέσεις όψεως | sight deposits |
gen. | καταθέσεις όψεως και προθεσμίας ή με προειδοποίηση | deposits repayable on demand and with agreed maturity dates or periods of notice |
econ. | λοιπές καταθέσεις | other deposits |
econ. | λοιπές καταθέσεις σε εθνικό νόμισμα | other deposits in national currency |
econ. | λοιπές καταθέσεις σε ξένο νόμισμα | other deposits in foreign currency |
fin. | λόγος ρευστού αποθέματος προς καταθέσεις τραπεζών | reserve ratio |
fin. | Μ1 = νομισματική κυκλοφορία και καταθέσεις όψεως | M1 = currency in circulation and sight deposits |
econ. | μεταβιβάσιμα στοιχεία ενεργητικού εκφρασμένα σε εθνικό νόμισμα τα οποία θεωρούνται καταθέσεις | transferable assets expressed in national currency which are considered as deposits |
econ., fin., account. | μεταβιβάσιμες καταθέσεις | transferable deposits |
fin. | μεταβιβάσιμες καταθέσεις όψεως; καταθέσεις όψεως | transferable sight deposits |
gen. | μεταβιβάσιμες καταθέσεις όψης | transferable sight deposits |
econ. | μεταβιβάσιμες καταθέσεις όψης σε εθνικό νόμισμα | transferable sight deposits in national currency |
account. | μετρητά και καταθέσεις | currency and deposits |
law | οι καταθέσεις των διαδίκων | the testimony of the parties |
fin. | προθεσμιακές καταθέσεις | time deposit |
fin. | προθεσμιακές καταθέσεις | term deposit |
market. | πρόσθετες υποχρεωτικές καταθέσεις | Marginal reserve requirement |
fin. | πόροι από καταθέσεις | deposit taking |
fin. | συγγενή υποκατάστατα υποχρεώσεων από καταθέσεις | close substitute for deposit liabilities |
fin. | το παθητικό που συνιστούν για μια τράπεζα οι καταθέσεις της | deposit liabilities |
econ. | τραπεζικές καταθέσεις | bank deposit |
fin. | υποχρεωτικές καταθέσεις | compulsory reserve deposits |
fin. | υποχρεωτικές καταθέσεις σε δεσμευμένο λογαριασμό της κεντρικής τράπεζας | compulsory deposits in a blocked account with the Central Bank |
law | υποχρεώσεις που προκύπτουν από τις καταθέσεις πιστωτικών ιδρυμάτων | deposit liabilities to credit institutions |
gen. | χρήμα και μεταβιβάσιμες καταθέσεις όψης | currency and transferable sight deposits |
gen. | χρήμα και μεταβιβάσιμες καταθέσεις όψης σε εθνικό νόμισμα | currency and transferable sight deposits in national currency |
gen. | χρήμα και μεταβιβάσιμες καταθέσεις όψης σε ξένο νόμισμα | currency and transferable sight deposits in foreign currency |