DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing καρέκλα | all forms
SubjectGreekEnglish
med.αναπνευστική καρέκλαbreathing chair
med.εξεταστική καρέκλα BrueningsBruenings examination chair
med.ηλεκτροκίνητη αναπηρική καρέκλαelectrically powered wheelchair
forestr.Κάθισμα προσαρμοζόμενο σε καρέκλαchair-mounted seat
forestr.Κάθισμα προσαρμοζόμενο σε καρέκλαbooster seat
mun.plan., agric.κουνιστή καρέκλαswinging axle stool
wood.παιδική καρέκλαchildren's chair
med.περιστροφική καρέκλαrevolving chair
med.περιστροφική καρέκλα ή κάθισμαswivel seat
med.περιστροφική καρέκλα ή κάθισμαrevolving chair
med.περιστροφική καρέκλα του BARANYBarany's chair
med.περιστροφική καρέκλα του BARANYBarany chair
wood.υπερυψωμένη παιδική καρέκλαchildren's high chair
med.χειροκίνητη αναπηρική καρέκλαmanually propelled wheelchair
med.χειρουργική καρέκλαoperating chair