DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Forestry containing κίνηση | all forms
GreekEnglish
ανεξέλεγκτη κίνηση λόγω κεκτημένης ταχύτηταςfreewheeling
κίνηση σε ανωφέρειαupslope movement
κίνηση στους τέσσερις τροχούςfour-wheel drive
ξυλόφυλλο παραγόμενο με παλινδομική κίνηση μαχαιριούsliced veneer