DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Forestry containing ικανότητα | all forms
GreekEnglish
περιορισμένη φέρουσα ικανότηταpoor carrying capacity
στρώνω με χαμόκλαρα για βελτίωση φέρουσας ικανότηταςbrush
φέρουσα ικανότηταcarrying bearing strength
φέρουσα ικανότητα περιοχήςarea's carrying capacity