DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Chemistry containing ικανότητα | all forms
GreekEnglish
άνθρακας χαμηλής διογκωτικής ικανότηταςlow swelling coal
αέριο μέσης θερμαντικής ικανότηταςmedium-CV gas
αεριοχρωματογραφία υψηλής διαχωρισιμότητας με ισοτοπική αραίωση / φασματομετρία μαζών υψηλής διακριτικής ικανότηταςisotope dilution high resolution gas chromatography/high resolution mass spectrometry
αεριοχρωματογραφία υψηλής διαχωρισιμότητας / φασματομετρία μαζών υψηλής διακριτικής ικανότηταςhigh resolution gas chromatography/high resolution mass spectrometry
αεριοχρωματογραφία/φασματομετρία μαζών υψηλής διακριτικής ικανότηταςgas chromatography high-resolution mass spectrometry
απορροφητική ικανότηταabsorptive capacity
απορροφητική ικανότηταabsorbance
διακριτική ικανότητα μάζας μονάδαςunit mass resolution
διαχωριστική ικανότηταpeak resolution
διεισδυτική ικανότητα των ακτίνων γάμμαpenetrating power of gamma-rays
ειδική στροφική ικανότηταspecific rotation
ειδική στροφική ικανότηταspecific optical rotation
ελάχιστη διακριτική ικανότηταunit mass resolution
ικανότητα έγχυσηςshot capacity
ικανότητα έγχυσηςinjection capacity
ικανότητα απορρόφησης χλωρίουchlorine absorption capacity
ικανότητα απόδοσης οσμήςodorosity
ικανότητα αραίωσηςdilutability
ικανότητα διαβροχήςwetting power
ικανότητα διασποράςdispersing power
ικανότητα διείσδυσηςthrowing power
ικανότητα επικάλυψηςthrowing power
ικανότητα κάλυψης ανωμαλιώνbody
ικανότητα λεύκανσηςreducing power
ικανότητα πρόσφυσηςadhesion power
καλυπτική ικανότηταhiding power
καλυπτική ικανότηταcovering power
μέτρηση της καλυπτικής ικανότηταςmeasurement of hiding power
ολική στροφική ικανότηταtotal optical rotation
συμβατική μεταφορική ικανότηταcontracted carrying capacity
συμπλοκοποιητική ικανότηταcomplexing power
φασματομετρία μαζών υψηλής διακριτικής ικανότηταςhigh resolution mass spectrometry
φασματομετρία μαζών χαμηλής διακριτικής ικανότηταςlow resolution mass spectrometry
χρωστική ικανότηταstaining power
ψυκτική ικανότηταrefrigeration capacity