Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Lithuanian
Portuguese
Spanish
Terms
containing
θρόμβος
|
all forms
Subject
Greek
English
med.
αιμοπεταλιακός
θρόμβος
platelet thrombus
med.
αιμοπεταλιακός
θρόμβος
platelet plug
med.
αιμοστατικός
θρόμβος
hemostatic plug
med.
αποφρακτικός
θρόμβος
occlusive thrombus
med.
θρόμβος
αίματος
blood clot
health.
θρόμβος
αίματος
clot of blood
med.
θρόμβος
αίματος
clot
med.
θρόμβος
αίματος
coagulated mass
(cruor)
med.
θρόμβος
αίματος
blood-clot
med.
θρόμβος
αίματος
thrombus
med.
θρόμβος
εκ συγκολλήσεως αιμπεταλίων και λευκών
agglutination thrombus
el.
θρόμβος
επαφοδοτικού πτερύγιου
contact element
el.
θρόμβος
επαφοδοτικού πτερύγιου
contact
life.sc., agric.
θρόμβος
,κροκίς
floccule
life.sc., agric.
θρόμβος
,κροκίς
floc
gen.
θρόμβος
της γαστροκνήμιας φλέβας
calf vein thrombus
med.
θρόμβος
φιμπρίνης
fibrin clot
med.
θρόμβος
φιμπρίνης
fibrin thrombus
earth.sc., el.
θρόμβος
χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης
capacitance vs.voltage dot
earth.sc., el.
θρόμβος
χωρητικότητας συναρτήσει της τάσης
C-V dot
earth.sc., agric.
Κόκκος
θρόμβος
crumb
med.
πλευρικός
θρόμβος
lateral thrombus
med.
πλευρικός
θρόμβος
parietal thrombus
med.
τοιχωματικός
θρόμβος
mural thrombus
med.
χολικός
θρόμβος
bile pigment accumulation
Get short URL