DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Business containing η | all forms | exact matches only
GreekEnglish
αθέτηση ή απειλή αθέτησης ανειλημμένων υποχρεώσεωνactual or threatened insolvency
δικαιώματα διορισμού ή ανάκλησηςrights of appointment and removal
δικαιώματα που απορρέουν από τις μετοχές ή τα μερίδιαrights attaching to shares
διοικητικό ή διαχειριστικό όργανο εταιρείαςadministrative or management body
είμαι κάτοχος μετοχών ή μεριδίωνto hold shares
επιτρέπω ή επιβάλλωto require or permit
επιτρέπω ή επιβάλλωto authorise or require
ημερομηνία κατά την οποία γεννάται η απαίτησηdate on which loans and advances or liabilities arise
κάνω απόσβεση κλιμακωτά; η απόσβεση γίνεται κλιμακωτάto write off in instalments
κατέχω μετοχές ή μερίδιαto hold shares
κατοχή μετοχών ή μεριδίων; κατέχω μετοχέςthe holding of shares
κατοχή μετοχών ή μεριδίων; κατέχω μετοχέςto hold shares
κράτος όπου κηρύχθηκε η πτώχευσηState in which the bankruptcy has been opened
μέτοχοι ή εταίροιshareholders or members
μέτοχοι ή εταίροιshareholders
μέτοχοι, εταίροι ή μέλη εταιρειών ελέγχουmembers and shareholders
μετοχές ή μερίδιαshares
μετοχές ή μερίδια στο κεφάλαιο της μητρικής επιχείρησηςshares in the capital
ονομαστική αξία ή ελλείψει ονομαστικής αξίας όταν δεν υπάρχει ονομαστική αξίαnominal value or, in the absence of a nominal value
πιστωτής της αυτής τάξεως ή κατηγορίαςcreditor of the same ranking or category
υποχρεώσεις προθεσμίας ή με προειδοποίησηwith agreed maturity dates or periods of notice
στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δεσμευτεί ή έχουν δοθεί ως εγγύησηassets pledged or otherwise assigned as security
το αποτέλεσμα της οικονομικής χρήσεως είναι κέρδος ή ζημίαto result in a loss or a profit
τόπος όπου κατατίθενται ή καταχωρούνται οι λογαριασμοίregister
υποχρέωση που απορρέει από το νόμο ή από το καταστατικόobligation in law or in the memorandum or articles of association