Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Business
containing
η
|
all forms
|
exact matches only
Greek
English
αθέτηση
ή
απειλή αθέτησης ανειλημμένων υποχρεώσεων
actual or threatened insolvency
δικαιώματα διορισμού
ή
ανάκλησης
rights of appointment and removal
δικαιώματα που απορρέουν από τις μετοχές
ή
τα μερίδια
rights attaching to shares
διοικητικό
ή
διαχειριστικό όργανο
εταιρείας
administrative or management body
είμαι κάτοχος μετοχών
ή
μεριδίων
to
hold shares
επιτρέπω
ή
επιβάλλω
to
require or permit
επιτρέπω
ή
επιβάλλω
to
authorise or require
ημερομηνία κατά την οποία γεννάται
η
απαίτηση
date on which loans and advances or liabilities arise
κάνω απόσβεση κλιμακωτά;
η
απόσβεση γίνεται κλιμακωτά
to
write off in instalments
κατέχω μετοχές
ή
μερίδια
to
hold shares
κατοχή μετοχών
ή
μεριδίων; κατέχω μετοχές
the holding of shares
κατοχή μετοχών
ή
μεριδίων; κατέχω μετοχές
to
hold shares
κράτος όπου κηρύχθηκε
η
πτώχευση
State in which the bankruptcy has been opened
μέτοχοι
ή
εταίροι
shareholders or members
μέτοχοι
ή
εταίροι
shareholders
μέτοχοι, εταίροι
ή
μέλη
εταιρειών ελέγχου
members and shareholders
μετοχές
ή
μερίδια
shares
μετοχές
ή
μερίδια στο κεφάλαιο
της μητρικής επιχείρησης
shares in the capital
ονομαστική αξία
ή
ελλείψει ονομαστικής αξίας
όταν δεν υπάρχει ονομαστική αξία
nominal value or, in the absence of a nominal value
πιστωτής της αυτής τάξεως
ή
κατηγορίας
creditor of the same ranking or category
υποχρεώσεις
προθεσμίας
ή
με προειδοποίηση
with agreed maturity dates or periods of notice
στοιχεία του ενεργητικού που έχουν δεσμευτεί
ή
έχουν δοθεί ως εγγύηση
assets pledged or otherwise assigned as security
το αποτέλεσμα της
οικονομικής
χρήσεως είναι κέρδος
ή
ζημία
to
result in a loss or a profit
τόπος όπου κατατίθενται
ή
καταχωρούνται οι λογαριασμοί
register
υποχρέωση
που απορρέει
από το νόμο
ή
από το καταστατικό
obligation in law or in the memorandum or articles of association
Get short URL