Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Lithuanian
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
Transport
containing
επιστόμιο
|
all forms
Greek
English
βοηθητικό
επιστόμιο
εισαγωγής θαλασσινού νερού
auxiliary sea inlet
επιστόμιο
ασφαλείας
safety valve
επιστόμιο
με άμεσης επενέργειας μηχανισμό κλεισίματος
valve with a direct closing mechanism
επιστόμιο
παραφωτίδος
port hole flap
επιστόμιο
παραφωτίδος
bull's eye flap
επιστόμιο
σωλήνα ανεφοδιασμού σε πτήση
probe nozzle
επιστόμιο
ταχέος κλεισίματος
quick-closing valve
επιστόμιο
φινιστρινιού
port hole flap
επιστόμιο
φινιστρινιού
bull's eye flap
κοχλιωτό
επιστόμιο
screw-down valve
Get short URL