Subject | Greek | English |
fin., econ. | άνοιγμα στο εξωτερικό | foreign exposure |
transp. | άνοιγμα στο εξωτερικό περίβλημα | opening in the shell plating |
transp., mech.eng. | άξονας με εξωτερικό έδρανο | outside-journal axle |
law, fin. | έκπτωση των φόρων που καταβλήθηκαν στο εξωτερικό | deduction on foreign tax |
tax. | έκπτωση φόρου για φόρους που καταβλήθηκαν στο εξωτερικό | foreign tax credit |
fin. | αγορά στο εξωτερικό | off-shore place |
account. | αγορές απΆευθείας από το εξωτερικό | direct purchases abroad |
ed. | αναγνώριση των περιόδων σπουδών που πραγματοποιούνται στο εξωτερικό | transfer of credits for periods of study abroad |
econ., fin. | ανισοσκέλεια του ισοζυγίου πληρωμών; ανισορροπία του ισοζυγίου πληρωμών' εξωτερικό έλλειμμα | external imbalance |
econ., fin. | ανισοσκέλεια του ισοζυγίου πληρωμών; ανισορροπία του ισοζυγίου πληρωμών' εξωτερικό έλλειμμα | trade imbalance |
econ., fin. | ανισοσκέλεια του ισοζυγίου πληρωμών; ανισορροπία του ισοζυγίου πληρωμών' εξωτερικό έλλειμμα | disequilibrium in the balance of payments |
econ., fin. | ανισοσκέλεια του ισοζυγίου πληρωμών; ανισορροπία του ισοζυγίου πληρωμών' εξωτερικό έλλειμμα | balance of payments imbalances |
transp. | αντιπροσώπευση στο εξωτερικό | representation abroad |
transp. | αντιπροσώπευση στο εξωτερικό | agency abroad |
fin. | απαιτήσεις από το εξωτερικό | foreign claim |
fin. | απαιτήσεις από το εξωτερικό | external claim |
law, fin. | απαλλάσσω από τη φορολογία το κέρδος της μόνιμης εγκατάστασης στο εξωτερικό | to exempt the profit of the foreign permanent establishment |
insur. | αποζημίωση πληρωτέα στο εξωτερικό | claim payable abroad |
transp. | απώτατο εξωτερικό άκρο | extreme outer edge |
IT | αριθμητικός υπολογιστής με προγραμματισμό εξωτερικό και από πληκτρολόγιο | calculator with keyboard and external program input |
transp. | αριστερό εξωτερικό πηδάλιο | port outside rudder |
insur. | ασφάλιση εργασιών στην τοπική αγορά που αφορά στους κινδύνους στο εξωτερικό | home foreign business |
insur. | Γαλλική εταιρία ασφαλιστών για το εξωτερικό εμπόριο | Compagnie française d'assurance pour le commerce extérieur |
stat., social.sc. | γεννηθείς στο εξωτερικό | foreign-born |
fin. | δέχομαι εγγύηση που τηρείται στο εξωτερικό | to take a collateral held abroad |
stat. | δαπάνες των μονίμων κατοίκων στο εξωτερικό | personal expenditure abroad |
mech.eng. | δαχτυλίδι εξωτερικό σε ένα ρουλεμάν | external ring |
mech.eng. | δαχτυλίδι εξωτερικό σε ένα ρουλεμάν | external race |
transp. | δεξιό εξωτερικό πηδάλιο | starboard outside rudder |
el. | διάδοση στο εξωτερικό διάστημα | propagation in outer space |
insur. | διακανονισμός ζημιών στο εξωτερικό | settlement of claims abroad |
lab.law., el. | διασυνδέσεις από εξωτερικό συνεργείο | actions connected with work |
lab.law., el. | διασυνδέσεις από εξωτερικό συνεργείο | actions connected with outage work |
commun. | διασυνοριακό εξωτερικό ταχυδρομείο | cross-border letter mail |
econ., fin. | διευρύνω τις δραστηριότητές μου στο εξωτερικό | to expand its activities abroad |
met. | δοκιμή εκθέσεως στο εξωτερικό φως | exterior exposure test |
commun. | δυνατότητα εξαργύρωσης στο εξωτερικό | cross-border encashment possibility |
tech., law, el. | δυνατότητα επαναφοράς σταθμού μετά από σφάλμα χωρίς εξάρτηση από το εξωτερικό σύστημα μεταφοράς ενέργειας | black start capability |
law | Εγχειρίδιο για την εφαρμογή της Σύμβασης της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 για την επίδοση και την κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις | Practical Handbook on the Operation of the Hague Convention of 15 November 1965 on the Service Abroad of Judicial and Extrajudicial Documents in Civil and Commercial Matters |
econ. | εθνικά τραπεζογραμμάτια που κυκλοφορούν στο εξωτερικό | national bank notes circulating abroad |
social.sc. | Εθνική Υπηρεσία Ασφάλισης για Κοινωνική Ασφάλιση στο Εξωτερικό | National Insurance Office for Social Insurance Abroad |
fin. | ειδικός φόρος στα εισαγόμενα στη Δωδεκάνησο εμπορεύματα από το εξωτερικό και εσωτερικό | special duty on goods imported into islands of the Dodecanese group from countries abroad and from the rest of Greece |
account. | εκμετάλλευση στο εξωτερικό | foreign operation |
econ., fin. | εμπορική παρουσία στο εξωτερικό | commercial operations abroad |
econ., fin. | εμπόδιο για την επέκταση στο εξωτερικό | obstacle to expansion abroad |
account. | εμπόριο στο εσωτερικό/εξωτερικό της ΕΕ | intra-EU/extra-EU trade |
gen. | εξοπλισμός που υπόκειται σε ανάληψη υποχρεώσεων προς το εξωτερικό | equipment subject to external commitment |
gen. | εξωτερικό άκρο | outer edge |
industr., construct. | εξωτερικό άκρο τακουνιού επισώτρου | beadheel |
industr., construct. | εξωτερικό άκρο της πτέρνας επισώτρου | beadheel |
agric. | εξωτερικό άνοιγμα εισόδου | external access opening |
mech.eng. | εξωτερικό έδρανο | outside bearing |
mech.eng. | εξωτερικό έδρανο | external bearing |
fin. | εξωτερικό έλλειμμα | external deficit |
med. | εξωτερικό έλυτρο ρίζας | external root sheath |
industr., construct. | εξωτερικό ένδυμα | outer garments |
med. | εξωτερικό έργο | external work |
transp., mech.eng. | εξωτερικό ακραξόνιο | outside axle-journal |
commun. | εξωτερικό αναγνωριστικό | external identifier |
IT, transp., geogr. | εξωτερικό αναγνωριστικό αντικειμένου | external object identifier |
econ., fin. | εξωτερικό ανεξόφλητο χρέος | outstanding external debt |
nat.sc., agric. | εξωτερικό ανθίδιο | outer ray floret |
commun. | εξωτερικό ανταλλακτήριο γραφείο | outward office of exchange |
industr., construct., chem. | εξωτερικό αντιστατικό | external antistatic |
comp., MS | εξωτερικό αρχείο καταγραφής δεδομένων επιπέδου μισθωτή | tenant-level external data log (An error log that contains errors and exceptions that occur when SharePoint tries to connect to external systems through Business Connectivity Services. It can be retrieved by tenant administrators) |
el. | εξωτερικό βραχυκύκλωμα | outer short circuit |
scient., el. | εξωτερικό γινόμενο | vector product |
scient., el. | εξωτερικό γινόμενο | cross product |
fin. | εξωτερικό δάνειο | international issue |
fin. | εξωτερικό δάνειο | foreign loan |
fin. | εξωτερικό δάνειο | external loan |
econ., fin. | εξωτερικό δάνειο' δάνειο εξωτερικού | foreign loan |
econ., fin. | εξωτερικό δάνειο' δάνειο εξωτερικού | external loan |
stat., fin. | εξωτερικό δημόσιο χρέος | foreign national debt |
mech.eng. | εξωτερικό δοχείο καυσίμου | emergency tank |
mech.eng. | εξωτερικό δοχείο καυσίμου | spare tank |
mech.eng. | εξωτερικό δοχείο καυσίμου | auxiliary tank |
commun. | εξωτερικό δυαδικό ψηφίο | external bit |
mech.eng. | εξωτερικό ελικοειδές κυλινδρικό γρανάζι | external helical gear |
econ., market. | εξωτερικό εμπόριο | external trading environment |
econ. | εξωτερικό εμπόριο | foreign trade |
environ. | εξωτερικό εμπόριο | foreign trade Trade between countries and firms belonging to different countries |
commer. | εξωτερικό εμπόριο | overseas trade |
commer. | εξωτερικό εμπόριο | external trade |
market. | εξωτερικό εμπόριο προϊόντων ΕΚΑΧ με ορισμένες τρίτες χώρες | foreign trade in ECSC steel products with some third countries |
med. | εξωτερικό επιφανειακό στρώμα των χρωστικών κυττάρων του οφθαλμού | keratose cuticle |
mech.eng. | εξωτερικό ευθύ κυλινδρικό γρανάζι | external straight gear |
el. | εξωτερικό ηλεκτρονικό κανόνι | separately pumped electron gun |
el. | εξωτερικό ηλεκτρονικό κανόνι | external gun |
earth.sc. | εξωτερικό ηλεκτρόνιο | exterior electron |
health., pharma. | εξωτερικό ιατρείο | dispensary |
health., pharma. | εξωτερικό ιατρείο | hospital dispensary |
account. | εξωτερικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών | external balance of goods and services |
astronaut., transp. | Εξωτερικό κάθετο σταθερό | outboard fin |
transp., mil., grnd.forc. | εξωτερικό κάτοπτρο | exterior mirror |
transp., tech. | εξωτερικό κάτοπτρο οδήγησης | exterior rear-view mirror |
nucl.phys. | εξωτερικό κέλυφος απομόνωσης | outer containment |
mech.eng. | εξωτερικό κέλυφος φυσητήρα | circulator outer casing |
market. | εξωτερικό και ενδοκοινοτικό εμπόριο προϊόντων ΕΚΑΧ | foreign and internal trade in ECSC steel products |
law, market. | εξωτερικό κεφάλαιο | debt capital |
law, market. | εξωτερικό κεφάλαιο | credit capital |
law, market. | εξωτερικό κεφάλαιο | borrowed capital |
mech.eng. | εξωτερικό κιβώτιο οδοντοτροχών | external gear box case |
comp., MS | εξωτερικό κλειδί | foreign key (" A key in a database table that comes from another table (also know as the "referenced table") and whose values match the primary key (PK) or unique key in the referenced table.") |
IT | εξωτερικό κομβίο | exterior button |
transp., mech.eng. | εξωτερικό κομβίο άξονος | outside axle-journal |
environ. | εξωτερικό κόστος | negative externality |
fin., transp. | εξωτερικό κόστος | external costs |
agric., mech.eng. | εξωτερικό λόξευμα | inside concave edge |
agric., mech.eng. | εξωτερικό λόξευμα | inside bevel |
gen. | εξωτερικό μέτρο | external measure |
el. | εξωτερικό μήκος Debye οξειδίου του πυριτίου | extrinsic Debye length |
el. | εξωτερικό μήκος Debye οξειδίου του πυριτίου | critical thickness |
tech., industr., construct. | εξωτερικό μήκος ποδιού | outside leg length |
commun. | εξωτερικό μήνυμα | external message |
fin. | εξωτερικό ομολογιακό δάνειο | foreign bond issue |
med. | εξωτερικό ορθωτικό μηχάνημα | external orthose |
industr., construct. | εξωτερικό πέλμα | outer sole |
med. | εξωτερικό παράσιτο | external parasite |
med. | εξωτερικό παράσιτο | ectozoon |
med. | εξωτερικό παράσιτο | ectosite |
med. | εξωτερικό παράσιτο | ectoparasite |
transp. | εξωτερικό περίβλημα | outer cover |
transp. | εξωτερικό περίβλημα | outer jacket |
nat.res., agric. | εξωτερικό περίβλημα | tegument |
nat.res., agric. | εξωτερικό περίβλημα | outer husk |
mech.eng. | εξωτερικό περίβλημα αεραγωγού ψυχρής εξαγωγής | outer fan duct |
transp., nautic., fish.farm. | εξωτερικό περίβλημα σκάφους | shell plating |
transp., nautic., fish.farm. | εξωτερικό περίβλημα σκάφους | hull plating |
mech.eng. | εξωτερικό περίβλημα συγκροτήματος φυσητήρα | fan exit case |
mech.eng. | εξωτερικό περίβλημα συγκροτήματος φυσητήρα | fan case ring |
mech.eng. | εξωτερικό περίβλημα του αεραγωγού εξαγωγής καυσαερίων | turbine frame outer case |
mech.eng. | εξωτερικό περίβλημα του αεραγωγού εξαγωγής καυσαερίων | exhaust case |
earth.sc., mech.eng. | εξωτερικό περίβλημα ψυγείου | cabinet shell |
transp. | εξωτερικό περιαυχένιο όκιων | outside hawse stiffening |
transp. | εξωτερικό περιαυχένιο όκιων | outside hawse flange |
earth.sc., transp., mech.eng. | εξωτερικό περιβάλλον | surroundings |
commun. | εξωτερικό περιθώριο | front margin |
commun. | εξωτερικό περιθώριο | foredge margin |
commun. | εξωτερικό περιθώριο | outside margin |
IT, dat.proc. | εξωτερικό περιθώριο | front |
med. | εξωτερικό περιμύιο | epimysium (perimysium externum) |
agric., industr. | εξωτερικό περιτύλιγμα | wrapper |
transp. | εξωτερικό πηδάλιο ύψους-βάθους-κλίσεων | outboard elevon |
mech.eng., el. | εξωτερικό πηνίο | bucking coil |
transp. | εξωτερικό πορτ-μπαγκάζ | exterior luggage rack |
transp., construct. | εξωτερικό πρανές | talus |
transp., construct. | εξωτερικό πρανές | outer slope |
nat.sc., agric. | εξωτερικό πρανές υδατοσυλλογής | slope on side away from pond |
industr., construct. | εξωτερικό προφίλ καλαποδιού | external profile of the last |
tech., law, el. | εξωτερικό πρόγραμμα διαχειριστή συστήματος μεταφοράς | external TSO schedule |
tech., law, el. | εξωτερικό πρόγραμμα εμπορικών συναλλαγών ηλεκτρικής ενέργειας | external commercial trade schedule |
mater.sc., industr., construct. | εξωτερικό πτερύγιο | outer flap |
commun. | εξωτερικό πυλαίο πρωτόκολλο | exterior gateway protocol |
industr. | εξωτερικό σημείο εκβολής | extreme outfall |
met. | εξωτερικό σπάσιμο | skull break |
mech.eng. | εξωτερικό σπείρωμα | male thread |
mech.eng. | εξωτερικό σπείρωμα | male screw |
mech.eng. | εξωτερικό σπείρωμα | screw |
mech.eng. | εξωτερικό σπείρωμα | external screw |
mech.eng. | εξωτερικό σπείρωμα | male screw thread |
mech.eng. | εξωτερικό σπείρωμα | external thread |
mech.eng. | εξωτερικό σπείρωμα | external screw thread |
industr., construct., met. | εξωτερικό σπείρωμα στομίου | external screw |
met. | εξωτερικό στέγνωμα καλουπιού με φλόγα | skin-drying |
commer., transp., avia. | εξωτερικό στίγμα | outer fix |
comp., MS | εξωτερικό στοιχείο | external item (An specific occurence of an external content type) |
el. | εξωτερικό στοιχείο κρυσταλλοτριόδου | extrinsic transistor element |
el. | εξωτερικό στοιχείο τρανζίστορ | extrinsic transistor element |
industr. | εξωτερικό στραγγιστικό δίκτυο | external drainage network |
IT, el. | εξωτερικό στρώμα | outer layer |
mater.sc. | εξωτερικό στρώμα | peel ply |
el. | εξωτερικό στρώμα αναστροφής | external inversion layer |
tech., industr., construct. | εξωτερικό στρώμα χαρτονιού κραφτ ντούμπλεξ | two-layer test liner |
tech., industr., construct. | εξωτερικό στρώμα χαρτονιού κραφτ ντούμπλεξ | two-layer kraft liner |
tech., industr., construct. | εξωτερικό στρώμα χαρτονιού κραφτ ντούμπλεξ | kraft faced liner |
comp., MS | εξωτερικό στυλ | external style (A style in an external style sheet) |
chem., el. | εξωτερικό στόμιο διάταξης αέρα-απαερίων | balanced flue nozzle |
IT | εξωτερικό συμπλήρωμα | external fill |
med. | εξωτερικό συρίγγιο | external fistula |
IT | Εξωτερικό σφάλμα | external error |
gen. | Εξωτερικό σύμβολο | External symbol |
IT | εξωτερικό σύστημα | out plant system |
IT | εξωτερικό σύστημα | out-plant system |
comp., MS | Εξωτερικό σύστημα | External System (A supported source of data that can be modeled by Business Connectivity Services, such as a database, Web service, or custom .NET Framework assembly) |
phys.sc. | εξωτερικό σύστημα κενού | external vacuum system |
el. | εξωτερικό ταμείο παροπλισμού | external decommissioning fund |
med. | εξωτερικό τελικό νημάτιο | dural part of terminal filum (pars duralis fili terminalis) |
med. | εξωτερικό τελικό νημάτιο | fìlum terminale externum (pars duralis fili terminalis) |
commun., IT | εξωτερικό τερματικό απεικόνισης | separate display terminal |
commun., IT | εξωτερικό τηλέφωνο | weatherphone |
transp. | εξωτερικό τμήμα πτέρυγας | outer panel |
el. | εξωτερικό τοίχωμα αυλακιού | external groove sidewall |
med. | εξωτερικό του σώματος | exterior body |
med. | εξωτερικό του σώματος | body surface |
energ.ind., el. | εξωτερικό τροφοδοτικό | external power supply |
energ.ind., el. | εξωτερικό τροφοδοτικό ισχύος | external power supply |
energ.ind., el. | εξωτερικό τροφοδοτικό ισχύος χαμηλής τάσης | low voltage external power supply |
transp., nautic., fish.farm. | εξωτερικό τύμπανο βαρούλκου | warping end |
tech., industr., construct. | εξωτερικό τύμπανο μηχανής στεγνού καθαρισμού | outer drum of a dry-cleaning machine |
chem., el. | εξωτερικό υδατόπωμα | outer seal |
IT, dat.proc. | εξωτερικό υποπρόγραμμα | external subprogram |
nucl.pow. | εξωτερικό φίλτρο | outlet filter |
IT, el. | εξωτερικό φίλτρο | external filter |
environ. | εξωτερικό φαινόμενο/εξωτερική επίπτωση | external effect |
transp. | εξωτερικό φορτίο | store |
environ., agric. | εξωτερικό φορτίο | external load |
IT | εξωτερικό φράγμα | outer bound |
mech.eng. | εξωτερικό φρένο | external contracting brake |
med. | εξωτερικό φτερό | contour feather |
earth.sc., el. | εξωτερικό φωτοηλεκτρικό φαινόμενο | external photoelectric effect |
fish.farm. | εξωτερικό φύλλο | armoring |
fish.farm. | εξωτερικό φύλλο | armouring |
industr., construct. | εξωτερικό φύλλο | outer ply |
agric., construct. | εξωτερικό φύλλο | outer plate |
wood. | Εξωτερικό φύλλο αντικολλητού | face ply |
wood. | Εξωτερικό φύλλο αντικολλητού | face of ply |
gen. | εξωτερικό φύλλο επένδυσης χάρτου | kraft liner |
comp., MS | εξωτερικό φύλλο στυλ | external style sheet (A style sheet defined in a user control in an .ascx file) |
law, min.prod. | εξωτερικό χαρακτηριστικό | external mark |
fin. | εξωτερικό χρέος | foreign debt |
econ. | εξωτερικό χρέος | external debt |
stat. | εξωτερικό χρέος ως ποσοστό % | foreign debt as a % of GDP |
gen. | Εξωτερικό όνομα | External name |
law | εξωτερικό όριο | outer limit |
int. law. | εξωτερικό όριο χωρικών υδάτων | outer limit of territorial sea |
mun.plan., industr., construct. | εξωτερικό ύφασμα | outside fabric |
econ. | επένδυση στο εξωτερικό | investment abroad |
fin. | επενδύσεις στο εξωτερικό | foreign investment |
fin. | επενδύσεις στο εξωτερικό | investments abroad |
econ., fin. | επενδύσεις στο εξωτερικό | foreign investments |
law, IT | επεξεργασσία δεδομένων στο εξωτερικό | data processing abroad |
lab.law. | εργαζόμενος που αποσπάται στο εξωτερικό από την επιχείρηση | worker sent abroad by the company |
energ.ind. | εσωτερικοποιώ το εξωτερικό περιβαλλοντικό κόστος | internalise environmental externalities |
energ.ind. | εσωτερικοποιώ το εξωτερικό περιβαλλοντικό κόστος | internalise environmental costs |
interntl.trade. | Εταιρία πωλήσεων στο εσωτερικό και στο εξωτερικό | Domestic International Sales Corporation |
econ. | ευμενές εξωτερικό περιβάλλον | benign external environment |
econ. | ευνοϊκό εξωτερικό περιβάλλον | benign external environment |
busin., labor.org. | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση από το σύνδικο στο εξωτερικό ορισμένων εξουσιών σε θέματα πτώχευσης και για τη γνωστοποίηση της πτώχευσης στους ξένους πιστωτές | Strasbourg Convention |
busin., labor.org. | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση από το σύνδικο στο εξωτερικό ορισμένων εξουσιών σε θέματα πτώχευσης και για τη γνωστοποίηση της πτώχευσης στους ξένους πιστωτές | European Convention on the exercise abroad of certain powers by the liquidator in bankruptcy proceedings and on the information of foreign creditors |
law | Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την κοινοποίηση στο εξωτερικό εγγράφων διοικητικών θεμάτων | European Convention on the Service Abroad of Documents relating to Administrative Matters |
transp., avia. | ζημιά από εξωτερικό αντικείμενο | Foreign Object Damage |
med. | ηλεκτρικό εξωτερικό σοκ | external electrical shock |
econ. | ημεδαποί ιδιώτες που διαμένουν στο εξωτερικό για περίοδο τουλάχιστον ενός έτους | national civilians staying abroad for a period of more than one year |
transp. | ημιπτέρυγα στο εξωτερικό της περιδίνησης | outside wing |
fin. | θυγατρική επιχείρηση στο εξωτερικό | foreign establishment |
law, econ. | θυγατρική στο εξωτερικό | subsidiary abroad |
energ.ind. | κάλυψη ενεργειακών αναγκών από το εξωτερικό | external energy supply |
account. | καθαρή επένδυση σε εκμετάλλευση στο εξωτερικό | net investment in a foreign operation |
stat., social.sc. | καθαρή μετανάστευση από το εξωτερικό | net migration gain |
stat., social.sc. | καθαρή μετανάστευση από το εξωτερικό | net immigration |
stat., social.sc. | καθαρή μετανάστευση προς το εξωτερικό | net migration loss |
stat., social.sc. | καθαρή μετανάστευση προς το εξωτερικό | net emigration |
law, fin. | κανονισμός για το εξωτερικό εμπόριο | foreign trade regulation |
energ.ind. | καταλογίζω εσωεπιχειρησιακά το εξωτερικό περιβαλλοντικό κόστος | internalise environmental externalities |
energ.ind. | καταλογίζω εσωεπιχειρησιακά το εξωτερικό περιβαλλοντικό κόστος | internalise environmental costs |
IT | κατασκευή τυποποιημένων γεφυρών επικοινωνίας με το εξωτερικό | creation of standard gateways with the outside |
chem., el. | κεφαλή εγχυτήρα με εξωτερικό σπείρωμα | orifice plug |
chem., el. | κεφαλή εγχυτήρα με εξωτερικό σπείρωμα | orifice spud |
chem., el. | κεφαλή εγχυτήρα με εξωτερικό σπείρωμα | injector nipple |
fin., polit. | κοινό εξωτερικό δασμολόγιο | Common External Tariff |
mech.eng. | κυλιόμενος πεζόδρομος στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό κτιρίου | sidewalk lift |
mech.eng. | κυλιόμενος πεζόδρομος στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό κτιρίου | sidewalk elevator |
earth.sc., el. | λειτουργία με εξωτερικό δίκτυο | outside network operation |
earth.sc., el. | λειτουργία με εξωτερικό δίκτυο | operation with outside network |
environ., agric. | μέγιστο εξωτερικό χρήσιμο φορτίο | external payload |
fin. | μέρισμα από το εξωτερικό | overseas dividend |
transp., avia. | Μίσθωση μόνο αεροσκάφους από το εξωτερικό | dry lease-in |
transp., avia. | Μίσθωση μόνο αεροσκάφους προς το εξωτερικό | dry lease-out |
transp., avia. | Μίσθωση από εξωτερικό | wet lease-in |
transp., avia. | Μίσθωση προς εξωτερικό | wet lease-out |
mech.eng., construct. | μηχανή με μειωτήρα και εξωτερικό έδρανο | geared machine with outer bearing |
ed. | μορφωτικά προγράμματα παραμονής στο εξωτερικό | training periods |
ed. | μορφωτικά προγράμματα παραμονής στο εξωτερικό | training periods abroad |
law, tax. | μόνιμη εγκατάσταση στο εξωτερικό | permanent foreign establishment |
gen. | νηολόγιο στο εξωτερικό | off-shore register |
transp., nautic. | οχετός εκκένωσης αντλιών προς το εξωτερικό της ναυτικής δεξαμενής ή προς τη λεκάνη | discharge culvert to exterior of graving dock or to basin |
ed. | παραμονή στο εξωτερικό για διακοπές ή σπουδέςγια τους μαθητές που ενδιαφέρονται ιδιαίτερα - που εχουν τις ανάλογες επιδόσεις | holidays and educational visits abroad for motivated pupils |
fin. | περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό | foreign assets |
transp., nautic., fish.farm. | πλάτος εξωτερικό των νομέων | moulded breadth |
fin. | προσαρμογή σε εξωτερικό επίπεδο | external adjustment |
IT, el. | προσυρματωμένο εξωτερικό κύκλωμα | prewired external circuitry |
fin. | πρόσθετος φόρος επί της αξίας όλων των εισαγομένων από το εξωτερικό ειδών | additional tax on the value of all imported goods |
mech.eng. | πρότυπο εξωτερικό σπείρωμα ελέγχου εσωτερικών σπειρωμάτων | thread plug gauge |
transp., mil., grnd.forc. | πώληση για εξωτερικό | international sale |
econ. | ρευστά διαθέσιμα διακρατούμενα στο εξωτερικό | foreign-held balances |
transp., mil., grnd.forc. | σιδηροδρομική επιβατική μεταφορά για το εξωτερικό | foreign rail passenger service |
mech.eng. | στεφάνι εξωτερικό σε ένα ρουλεμάν | external ring |
mech.eng. | στεφάνι εξωτερικό σε ένα ρουλεμάν | external race |
gen. | στο εξωτερικό | abroad |
mech.eng. | στρόβιλος κύκλου με εξωτερικό μηχανικό έργο | expander cycle turbine |
tech., law, el. | συγκεντρωτικό εκκαθαρισμένο εξωτερικό πρόγραμμα | aggregated netted external schedule |
law | Συμφωνία για το εξωτερικό γερμανικό χρέος,που υπογράφτηκε στο Λονδίνο στις 27 Φεβρουαρίου 1953 | Agreement on German external debts, signed at London on 27 February 1953 |
tax. | συμψηφισμός του φόρου που καταβλήθηκε στο εξωτερικό με το δικό τους φόρο | crediting the foreign tax against their own tax |
fin. | συνεισφορά από το εξωτερικό | outside contribution |
market., fin. | συνυπολογισμός των αποτελεσμάτων στο εξωτερικό | taking into account of foreign results |
law, fin. | συνυπολογισμός των ζημιών που εμφανίζονται στο εξωτερικό | taking foreign losses into account |
law, fin. | συνυπολογισμός των ζημιών που εμφανίζονται στο εξωτερικό | offsetting of foreign losses |
gen. | Σύμβαση για τη διευκόλυνση της τέλεσης γάμων στο εξωτερικό | Convention to Facilitate the Celebration of Marriages Abroad |
proced.law. | Σύμβαση σχετική με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις | Hague Convention of 15 November 1965 on the Service Abroad of Judicial and Extrajudicial Documents in Civil or Commercial Matters |
proced.law. | Σύμβαση σχετική με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις | Hague Convention of 15 November 1965 |
proced.law. | Σύμβαση σχετική με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξώδικων πράξεων σε αστικές ή εμπορικές υποθέσεις | Convention on the Service Abroad of Judicial and Extrajudicial Documents in Civil or Commercial Matters |
commun. | ταχυδρομική υπηρεσία για το εξωτερικό | international postal service |
commun. | ταχυδρόμηση στο εξωτερικό αντικειμένων επιστολικού ταχυδρομείου | posting abroad of letter-post items |
econ., fin., account. | τρέχον εξωτερικό ισοζύγιο | current external balance |
econ., fin. | τρέχουσες μεταφορές από το εξωτερικό | current transfers from the rest of the world |
econ., fin. | τρέχουσες μεταφορές προς το εξωτερικό | current transfers to the rest of the world |
fin., tax. | τόκος που καταβάλλεται στο εξωτερικό | outbound interest payment |
fin. | υπηρεσία συμβούλων για επενδύσεις στο εξωτερικό | Foreign Investment Advisory Service FIAS |
fin. | υποχρεώσεις προς το εξωτερικό | foreign liabilities |
econ. | υφιστάμενο εξωτερικό χρέος | outstanding external debt |
gen. | Υφυπουργός παρά τω Υπουργώ Βιομηχανίας, υπεύθυνη για το Εξωτερικό Εμπόριο | State Secretary to the Minister for Industry, with responsibility for Foreign Trade |
law, fin. | φορολογική κατοικία στο εξωτερικό | tax domicile abroad |
fin. | φτωχές χώρες της Αφρικής νοτίως της Σαχάρας με βαρύ εξωτερικό χρέος | highly indebted, low-income countries in sub-Saharan Africa |
fin. | φόρος καταβληθείς στο εξωτερικό | tax paid abroad |
fin. | φόρος καταβληθείς στο εξωτερικό | foreign tax |
fin. | φόρος ταξιδιών στο εξωτερικό | foreign travel tax |