Subject | Greek | English |
law, tech. | έλεγχος ΕΟΚ; εξακρίβωση ΕΟΚ | EEC verification |
med. | ανθρωπομετρικό σύστημα του Bertillon για την εξακρίβωση της ταυτότητος και την ανακάλυψη των εγκληματιών | Bertillon system |
dat.proc., life.sc. | βιομετρική εξακρίβωση | biometric authentication |
dat.proc., life.sc. | βιομετρική εξακρίβωση | biometric verification |
law, tech. | εξακρίβωση ανά μονάδα | unit verification |
commun., IT | εξακρίβωση γραμμής | line verification |
commer., industr. | εξακρίβωση ΕΚ | EC verification |
law, tech., R&D. | εξακρίβωση ΕΚ ανά μονάδα | EC verification by unit |
law, fin. | εξακρίβωση ενός λογαριασμού | checking the accounts |
law, fin. | εξακρίβωση ενός λογαριασμού | checking of an account |
commun., IT | εξακρίβωση ζεύξης/γραμμής σύνδεσης | trunk/tie line verification |
commun., IT | εξακρίβωση κατειλημμένου | busy verification |
law, immigr. | εξακρίβωση στοιχείων | identity check |
law, immigr. | εξακρίβωση στοιχείων ταυτότητας | identity check |
gen. | εξακρίβωση ταυτότητας | identification |
commun., IT | εξακρίβωση τερματικού | terminal identification |
fin. | εξακρίβωση της γνησιότητας των κερμάτων ευρώ | authentication of euro coins |
fin. | εξακρίβωση της δυνατότητας υλοποίησης της προτεινόμενης λύσης | proof of concept |
mech.eng. | εξακρίβωση της θέσης δια της αφής | to verify the position by feel |
fin. | εξακρίβωση της καλής δημοσιονομικής διαχειρίσεως | to establish that the financial management has been sound |
transp. | εξακρίβωση της προέλευσης και παρακολούθηση της πορείας του φορτίου | cargo tracking and tracing |
law, immigr. | εξακρίβωση της ταυτότητας | identity check |
immigr. | εξακρίβωση της ταυτότητας με την προσκόμιση ή επίδειξη ταξιδιωτικών εγγράφων | checking of travel documents in order to establish identity |
tech. | εξακρίβωση του βάρους | verification of weight |
tech. | εξακρίβωση του βάρους | checking of weight |
fin. | εξακρίβωση των στοιχείων των μετόχων | shareholder identification |
commun., IT | εξακρίβωση χρήστη | user identification |
gen. | επιτόπια έρευνα ή εξακρίβωση | on-site inspection or verification |
fin. | επιτόπιος έλεγχος των υποκαταστημάτων 2. επιτόπια εξακρίβωση των υποκαταστημάτων | on-the-spot verification of branches |
health. | Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Εξακρίβωση της Καταλληλότητας των Εναλλακτικών Μεθόδων | European Centre for the Validation of Alternative Methods |
pharma., environ., R&D. | Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Εξακρίβωση της Καταλληλότητας των Εναλλακτικών Μεθόδων' Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Επικύρωση Εναλλακτικών Μεθόδων | European Centre for the Validation of Alternative Methods |
gen. | Eπιτροπή για την ιστορική εξακρίβωση | Commission for Historical Clarification |
med. | φασματική εξακρίβωση τύπου | spectratyping |
IT, nat.sc. | φυσιογνωμική εξακρίβωση | facial recognition |
health. | όργανο για την εξακρίβωση και μέτρηση της ραδιενέργειας των υδάτων ή αερίων | fontactoscope |