DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing εξέταση | all forms
GreekEnglish
ακτινογραφική εξέτασημετάλλωνradiographic test of metals
ανάλογα με το βαθμό έκθεσης συνιστάται τακτική ιατρική εξέτασηdepending on the degree of exposure,periodic medical examination is indicated
αναλυτική εξέταση του κεκτημένουanalytical examination of the acquis
απορριφθείσα αίτηση για εξέταση υπόθεσηςcase held inadmissible
διάσκεψη για την εξέταση και την παράταση ισχύος της συνθήκηςreview and extension conference
δοκίμιο για μακροσκοπική εξέτασηspecimen for macroscopic examination
δοκίμιο για μακροσκοπική εξέτασηspecimen for macrographic examination
δοκιμασία με υπερήχους,εξέταση με υπερήχουςultrasound test
ειδική εξέτασηspecial test
ειδική εξέτασηspecial paper
Εξέταση-Αξιολόγηση-ΑποτίμησηScrutinising-Assessing-Evaluating
εξέταση κάθε αίτησης για τη χορήγηση συνδρομήςvetting applications for assistance
εξέταση κάθε αίτησης για τη χορήγηση συνδρομήςexamination of applications for assistance
εξέταση μεταβατικών φαινομένων εντός αντιδραστήραin-pile transient test
εξέταση προ της θέσεως σε λειτουργίαpre-service examination
εξέταση συμβατικών ασυμφωνιώνnon-conformance review
εξέταση των αιτήσεωνexamination of applications
επιθεώρηση/εξέταση/αυτοψία/έλεγχος/εποπτείαinspection
ετήσια εξέταση του επιπέδου αποδοχώνannual review of remuneration
ιατρική εξέτασηmedical attention
ιατρική εξέταση κατά την πρόσληψηpre-employment medical examination
ιατρική εξέταση κατά την πρόσληψηmedical examination on recruitment
κράτος υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλουState responsible for examining an application for asylum
μέθοδος υπολογισμού για την περιοδική εξέταση του ύψους των αμοιβών των υπαλλήλωνmethod of calculation to be used in the periodical reviews of the remuneration of officials
Μεικτή επιτροπή για τη συμφωνία μεταξύ της ΕΚ, της Ισλανδίας και της Νορβηγίας για τα κριτήρια και τους μηχανισμούς καθορισμού του κράτους που είναι αρμόδιο για την εξέταση αίτησης παροχής ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ισλανδία ή τη ΝορβηγίαJoint Committee on the Agreement between the EC, Iceland and Norway concerning the criteria and mechanisms for establishing the State responsible for examining a request for asylum lodged in a Member State or in Iceland or Norway
μονάδα εμπειρογνωμόνων για την εξέταση εγγράφωνdocument expert unit
ομάδα εργασίας για την εξέταση της ποιότητας των εγγράφωνWorking Group on Quality Review of Documents
περιοδική ιατρική εξέτασηperiodic medical examination
προβαίνω στην εξέταση ... και συνάγω προσανατολισμούς ...examine and ... arrive at certain conclusions which could help with future work
προγραμματισμός, εξέταση, υλοποίηση και αποτίμηση των σχεδίων και προγραμμάτωνprogramming, appraisal, implementation and evaluation
προσφέρων που προκρίθηκε για εξέτασηtenderer to be examined
προσφέρων που προκρίθηκε για εξέτασηsuccessful tenderer
προφορική εξέτασηoral test
συσκευές για μηχανική εξέταση κειμένωνdevice for the machine inspection of documents
τεχνική εξέτασηtechnical examination
υποχρέωση όσον αφορά την εξέταση της καταγγελίαςobligation concerning the investigation of a complaint