Subject | Greek | English |
polit. | Όταν δηλώσεις, συμπεράσματα ή ψηφίσματα έχουν εγκριθεί τυπικά από το Συμβούλιο, αυτό επισημαίνεται στον τίτλο του σχετικού σημείου και το κείμενο τίθεται εντός εισαγωγικών. | Where declarations, conclusions or resolutions have been formally adopted by the Council, this is indicated in the heading for the item concerned and the text is placed between quotation marks. |
transp., mech.eng. | άξονας μετάδοσης κίνησης εντός φορέα | pylon drive shaft |
construct. | έγχυσις εντός αλλουβίων | alluvium grouting |
IT, tech. | έλεγχος ροής λειτουργία που ελέγχει την ροή δεδομένων εντός ενόςστρώματος ή μεταξύ γειτονικών στρωμάτων | flow control |
transp. | έλικα εντός δακτυλίου | ducted propeller |
transp. | έλικα εντός δακτυλίου | shrouded propeller |
transp. | έλικα εντός δακτυλίου | carinated propeller |
med. | ένεση εντός του υαλοειδούς σώματος | intravitreal injection |
industr., chem. | ένωση παραγωγών sorbitol εντός των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων | Association of Sorbitol Producers within the Community |
comp., MS | αγορά εντός εφαρμογής | in-app purchase (A transaction performed by a consumer from within the context of an app to buy additional features for that app) |
fin. | αδυναμία παράδοσης εντός των προβλεπόμενων προθεσμιών | failure to deliver in due time |
transp., avia. | αερομεταφορά εντός του θεάτρου επιχειρήσεων | tactical airlift |
transp., avia. | αερομεταφορά εντός του θεάτρου επιχειρήσεων | intra-theatre airlift |
commun., transp. | ακουστική επικοινωνία εντός οχήματος | in-vehicle aural communication |
med. | ακτινογράφηση εμβρύου εντός της μήτρας | foetography |
stat., agric. | αλιεία εντός των χωρικών υδάτων | inland water fishing |
market. | αλλοιώνουν τους όρους του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς | adversely affect the conditions of competition in the common market |
law, market. | αμοιβαία χρηματοοικονομική υποστήριξη εντός του ομίλου | mutual financial support within the group |
comp., MS | αναζήτηση εντός της εφαρμογής | in-app search (An end-to-end search functionality in an app) |
med. | αποβολή γλυκόζης εντός του σιάλου | glycoptyalism |
lab.law. | αποδυτήρια εντός της περιοχής ραδιενεργού απορρυπάνσεως | decontamination area change room |
fish.farm. | αποθέματα ιχθύων που μετακινούνται τόσο εντός όσο και εκτός των αποκλειστικών ζωνών | straddling stock |
fin. | αποθεματικό εγγύησης δανείων υπέρ και εντός τρίτων χωρών | reserve for guarantees on loans to non-member countries |
el. | απορρόφηση εντός μιας ενεργειακής ζώνης | intra-band absorption |
fin. | αποφασίζω εντός ορισμένης προθεσμίας | to act within the stipulated period |
ecol. | απόφαση αριθ. 377/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Απριλίου 2013 για προσωρινή παρέκκλιση από την οδηγία 2003/87/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας | Decision No 377/2013/EU of the European Parliament and of the Council of 24 April 2013 derogating temporarily from Directive 2003/87/EC establishing a scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community |
ecol. | απόφαση αριθ. 377/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Απριλίου 2013 για προσωρινή παρέκκλιση από την οδηγία 2003/87/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας | Stop-the-Clock Decision |
ecol. | απόφαση αριθ. 377/2013/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 24ης Απριλίου 2013 για προσωρινή παρέκκλιση από την οδηγία 2003/87/ΕΚ σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας | Decision No 377/2013/EU derogating temporarily from Directive 2003/87/EC establishing a scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community |
gen. | απόφαση που δεν προσεβλήθη εντός της νομίμου προθεσμίας | decision not contested within the prescribed time-limit |
gen. | απώλεια κενού εντός του δοχείου | loss of vacuum inside the vessel |
commun. | αρίθμηση εντός συλλογής | numbering within series |
med. | αρτηριογράφησις κατόπιν εγχύσεως σκιεράς ουσίας εντός της αρτηρία | arteriography |
gen. | αρχική αναδιάταξη εντός της πυρηνικής στήλης | initial in-pile restructuring |
life.sc. | αρχική αποθήκευσις εντός εδάφους | initial soil of storage |
insur. | ασφάλιση εργασιών εντός της χώρας | home business |
earth.sc. | ατμόσφαιρα εντός του προστατευτικού περιβλήματος | containment atmosphere |
agric. | αφρώδεις οίνοι ποιότητας παραγόμενοι εντός καθορισμένων περιοχών | quality sparkling wine produced in a specified region |
agric. | αφρώδης οίνος ποιότητας που παρασκευάζεται εντός καθορισμένης περιοχής | quality sparkling wine psr |
agric. | αφρώδης οίνος ποιότητας που παρασκευάζεται εντός καθορισμένης περιοχής | quality sparkling wine produced in a specified region |
market. | αύξηση του όγκου των συναλλαγών εντός των ορίων των υφισταμένων αναγκών | an increase in the volume of trade within the limits of existing requirements |
construct. | βάθρο εντός ποταμού | river pier |
comp., MS | Βίντεο, εντός κειμένου | Video, In Text (A title animation in Windows Movie Maker) |
med. | βρογχοσκοπική πλήρωσις εντός κοιλότητος | bronchoscopic plombage |
agric., food.ind. | γαλάκτωμα του τύπου ύδωρ εντός των λιπαρών ουσιών του γάλακτος | water in milk fat emulsion |
met. | γενικευμένη δομή μετάλλων και κραμάτων χυτευμένων εντός τύπων ή πλινθωμάτων | the general structure of metal and alloy castings or ingots |
environ. | γενικό ενωσιακό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον έως το 2020 "Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας" | 7th Environment Action programme |
environ. | γενικό ενωσιακό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον έως το 2020 "Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας" | General Union Environment Action Programme to 2020 "Living well, within the limits of our planet" |
environ. | γενικό ενωσιακό πρόγραμμα δράσης για το περιβάλλον έως το 2020 "Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας" | 7th Environment Action Programme to 2020 - "Living well, within the limits of our planet" |
environ. | Γενικό πρόγραμμα δράσης της Ένωσης για το περιβάλλον για το 2020 "Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας" | General Union Environment Action Programme to 2020 "Living well, within the limits of our planet" |
environ. | Γενικό πρόγραμμα δράσης της Ένωσης για το περιβάλλον για το 2020 "Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας" | 7th Environment Action programme |
environ. | Γενικό πρόγραμμα δράσης της Ένωσης για το περιβάλλον για το 2020 "Ευημερία εντός των ορίων του πλανήτη μας" | 7th Environment Action Programme to 2020 - "Living well, within the limits of our planet" |
mech.eng. | γερανός εντός του προστατευτικού περιβλήματος | containment equipment crane |
life.sc., construct. | γεώτρησις εντός κροκαλών | boulder well |
demogr., construct. | γη εντός σχεδίου ανάπτυξης | serviced land |
demogr., construct. | γη εντός σχεδίου ανάπτυξης | land ripe for development |
med. | γυμναστική εντός ύδατος | hydrogymnastics |
commun., transp. | δέκτης εντός οχήματος | in-vehicle receiver |
law | Δεδομένου ότι η παρούσα πράξη αποσκοπεί στην ανάπτυξη του κεκτημένου του Σένγκεν η Δανία, σύμφωνα με το άρθρο 4 του προαναφερθέντος πρωτοκόλλου, θα αποφασίσει, εντός εξαμήνου από την έκδοση της παρούσας πράξης από το Συμβούλιο, εάν θα την εφαρμόσει στο εθνικό της δίκαιο. | Given that this INSTRUMENT builds upon the Schengen acquis, Denmark shall, in accordance with Article 4 of that Protocol, decide within a period of six months after the Council has decided on this INSTRUMENT whether it will implement it in its national law. |
commer. | δεσπόζουσα θέση εντός της κοινής αγοράς ή σημαντικού τμήματός της | a dominant position within the common market or in a substantial part of it |
chem. | διάλυσις εντός οξέος | acid dissolution |
transp. | διάρκεια διαδρομής από την αφετηρία με επιστροφή στην αφετηρία εντός μίας περιοχής | intrazonal travel time |
transp., avia. | διάρκεια πτήσης από τροχοεμποδιστήρες εκτός σε εντός | block time |
transp., avia. | διάρκεια πτήσης από τροχοεμποδιστήρες εκτός σε εντός | chock to chock time |
transp., avia. | διάρκεια πτήσης από τροχοεμποδιστήρες εκτός σε εντός | block to block time |
transp., avia. | διάρκεια πτήσης από τροχοεμποδιστήρες εκτός σε εντός | flight time |
transp., avia. | διάρκεια πτήσης από τροχοεμποδιστήρες εκτός σε εντός | block flying hours |
med. | διαθλαστικά νημάτια εντός των ερυθροκυττάρων | azurophile erythroblastic filamentation |
gen. | διακινούνται ελεύθερα εντός της επικρατείας των Kρατών μελών | to move freely within the territory of Member States |
el. | διακόπτης εντός-εκτός | on-off switch |
el. | διακόπτης εντός-εκτός | interrupter |
fin. | διακύμανση των νομισμάτων εντός των ανωτάτων ορίων | intramarginal currency movement |
environ. | Διαλύματα καθαρισμού εντός οξέος | acidic pickling solutions |
econ., fin. | διανομή των κερδών εντός του ομίλου | intra-group dividends |
econ., fin. | διανομή των κερδών εντός του ομίλου | intra-group distributions |
earth.sc. | διαξονικός ερπυσμός εντός της πυρηνικής στήλης | in-pile biaxial creep |
med. | διαπύησις εντός της αρθρώσεως | arthroempyesis |
law, fin. | διασυνοριακή χρηματοδότηση εντός των ομίλων | cross-border financing within groups |
fin. | διαφορά εντός τομέα αγοράς | intramarket sector spread |
construct. | διόρθωσις δι'εγχύσεως εντός εδάφους θεμελιώσεως | dental treatment |
gen. | δοκιμή εντός αντιδραστήρα για ψύξη εκ των κάτω | bottom cooled in pile test |
econ., fin. | δοκιμή εντός δείγματος | in-sample test |
gen. | δοκιμή "εντός κυκλώματος" | on-line test |
earth.sc. | δοκιμή χοάνης εντός αντιδραστήρα | in-pile crucible qualification |
nat.sc., el. | δομικό μέρος εντός του δοχείου | in-vessel component |
gen. | δυνατότητα διαφυγής εντός του συγκεκριμένου κράτους | possibility of fleeing within the State |
nat.sc., el. | εγκατάσταση δοκιμής μανδύα εντός της πυρηνικής στήλης | pile blanket |
fin. | εκτελωνισμός εντός των συνόρων | internal customs clearance |
transp. | ελαφρές μεταφορές εντός ζώνης επιχειρήσεων | light intra-theatre transport |
transp. | ελαφρές μεταφορές εντός ζώνης επιχειρήσεων | light intra-theater transport |
el. | ελεγκτήρας εντός/εκτός | on/off controller |
transp. | ελεγχόμενη πτήση εντός εδαφικού πεδίου | controlled flight into terrain |
fin. | εντός ή εκτός περιθωρίων | within or outside margins |
comp., MS | εντός διεργασίας | in-process (Pertaining to Internet Server API (ISAPI) extensions that are hosted in the worker process address space) |
pharma., mater.sc. | εντός δοκιμαστικού σωλήνα | in vitro |
med. | εντός ελύτρου | intrathecal |
met. | εντός ημι-καθησυχασμένων πλινθωμάτων ο αναβρασμός είναι πολύ μικρός | in semi-killed ingots rimming is very weak |
gen. | εντός μηνός από την αίτηση | within one month of being called upon to do so |
gen. | εντός μηνός από την ψηφοφορία αυτή | within one month of the last-mentioned vote |
stat., scient. | εντός μπλοκ | intrablock |
gen. | εντός ομίλου συναλλαγή | intra-group transaction |
pharma., mater.sc. | εντός οργανισμού | in vivo |
IT | εντός πλαισίου απόκριση | in-frame response |
IT | εντός πλαισίου απόκριση | in-frame RSP |
fin. | εντός συγκεκριμένης προθεσμίας | within a specified time limit |
IT | εντός-σύνδεση | thin film waveguide |
IT | εντός-σύνδεση | periodically-distributed thin-film waveguide |
med. | εντός της μυϊκής ατράκτου | intrafusal |
med. | εντός του ακτινωτού σώματος | intraciliary |
med. | εντός του δοκιμαστικού σωλήνα | in glass |
med. | εντός του δοκιμαστικού σωλήνα | in vitro |
gen. | εντός του θεάτρου επιχειρήσεων | intra-theatre |
gen. | εντός του θεάτρου επιχειρήσεων | tactical |
gen. | εντός του θεάτρου επιχειρήσεων | in-theatre |
med. | εντός του μηνίσκου | intrameniscal |
stat. | εντός του ομίλου διακύμανση | within-group variance |
gen. | εντός του πεδίου εφαρμογής της παρούσης συνθήκης | within the scope of application of this Treaty |
law | εντός του πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης | within the purview of the Treaty |
med. | εντός του πειραματόζωου | in life |
med. | εντός του πειραματόζωου | in vivo |
lab.law., unions. | εντός των εργασίμων ωρών | close of business |
fin. | εντός των ορίων των πιστώσεων που ενεκρίθησαν | within the limits of the appropriations |
med. | εντός των πυλών | intrahilar |
fin. | εντός χρηματιστηριακής τιμής | in-the-money |
fin. | εντός χρηματιστηριακής τιμής | in the money |
gen. | εξέταση μεταβατικών φαινομένων εντός αντιδραστήρα | in-pile transient test |
mech.eng. | εξαρτήματα εντός και εκτός ανοχών | over and under tolerance parts |
el. | εξατμιστής με εναλλάκτη εντός του εδάφους | evaporator with coil buried in the earth |
med. | επί τα εντός του ινιακού οστού | intra-occupital |
commer., transp., nautic. | επί του αεροσκάφους' εντός του αεροσκάφους | inboard |
commer., transp., nautic. | επί του αεροσκάφους' εντός του αεροσκάφους | onboard |
commer., transp., nautic. | επί του αεροσκάφους' εντός του αεροσκάφους | on shipboard |
commer., transp., nautic. | επί του αεροσκάφους' εντός του αεροσκάφους | aboard |
med. | επίθεσις ξαντού εντός του τραύματος | diamotosis |
el. | επαφή εντός αδρανούς αερίου | contact in inert gas |
environ. | επιτήρηση και έλεγχος εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας των διασυνοριακών μεταφορών επικίνδυνων αποβλήτων | supervision and control within the European Community of the transfrontier shipment of hazardous waste |
polit. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος δράσης για την προαγωγή, ενημέρωση, διαπαιδαγώγηση και κατάρτιση σε θέματα υγείας, εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας 1996-2000 | Committee on the Community action programme on health promotion, information, education and training within the framework for action in the field of public health 1996-2000 |
polit. | Επιτροπή για την εφαρμογή του κοινοτικού προγράμματος δράσης σχετικά με την πολιτική της συνεργασίας στον τομέα της νεολαίας, περιλαμβανομένης της ευρωπαϊκής εθελοντικής υπηρεσίας και των ανταλλαγών νέων εντός και εκτός Κοινότητας Jeunesse, 2000-2006 | Committee on the Community action programme concerning cooperation policy in the youth field, including European voluntary service and youth exchanges within the Community and with third countries 2000-2006; YOUTH |
IT | ζεύξη εντός γραφείου | intra-office trunk |
tech. | ζύμωση εντός πολλαπλών σωλήνων | fermentation in multiple tubes |
coal. | η γόμωσις συμπιέζεται εντός του διατρήματος με τον τοκαδόρονξύλινη κυκλική ράβδος | the stemming is packed tight with a tamper |
law | η Eπιτροπή διαβιβάζει το αίτημά της εντός προθεσμίας δύο μηνών από της κοινοποιήσεως | the Commission shall make any such request within two months of the date of notification |
gen. | η όρυξις φρέατος εντός ευσταθών πετρωμάτων δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα | in firm ground shaft sinking poses no particular problems |
agric. | ημιαφρώδης οίνος ποιότητας που παράγεται εντός καθορισμένης περιοχής | quality semi-sparkling wine produced in a specified region |
fin. | θέση εντός ημέρας | intra-day position |
fin. | θέση εντός ημέρας | daylight position |
el. | θέση λειτουργίας εντός | on position |
el. | θέση λειτουργίας εντός | depressed position |
transp. | θέση με το ρύγχος εντός | nose-in position |
commun. | θέτω εντός εισαγωγικών | to put between quotation marks |
commun. | θέτω εντός παρενθέσεων | to put in brackets |
stat., social.sc. | θνησιμότητα εντός της μήτρας | intra-uterine mortality |
stat., social.sc. | θνησιμότητα εντός της μήτρας | mortality in utero |
stat., social.sc. | θνησιμότητα εντός της μήτρας | foetal mortality |
health. | ιατρός διαθέτων κλίνας εντός νοσοκομείου | practitioner with cottage-hospital affiliation |
comp., MS | ιδιότητα εντός σχήματος | in-schema property (A metabase property predefined in the metabase schema file) |
earth.sc. | ιονισμός μαγνησίου εντός φλόγας | ionisation of magnesium in a flame |
transp. | ισχύς εντός-ισχύς εκτός | power in,power out |
el. | κίνδυνοι από το ραδόνιο εντός των κατοικιών | risks related to radon in homes |
transp. | κίνηση εντός σωλήνα | tubeflight |
chem. | καθιζήματα ακαθαρσιών διαβρώσεων εντός του ψυκτικού μέσου | coolant cruds |
stat. | καθολικός χαρακτήρας εντός καθορισμένου εδάφους | universality within a defined territory |
transp. | καλίμπρα εντός-εκτός | go,no-go gage |
industr., construct., chem. | καλούπωμα εντός θηκών | bag moulding |
industr., construct., chem. | καλούπωμα εντός θηκών | bag molding |
el. | κατάσταση εντός | conducting state |
el. | κατάσταση εντός | on-state |
law | καταβολή τέλους εντός συμπληρωματικής προθεσμίας | fee paid within a further period |
mech.eng. | κατανάλωση εντός πόλεως | consumption in urban cycle |
med. | κινησιοθεραπεία εντός ύδατος | hydrocinesitherapy |
econ., fin. | κινητές αξίες οι οποίες παρέχουν δικαιώματα ψήφου εντός μιας εταιρείας | transferable securities carrying voting rights in a company |
agric., construct. | κινητή εγκαρσία εσχάρα εντός τάφρου | water gate |
agric., construct. | κινητή εγκαρσία εσχάρα εντός τάφρου | flood gate |
med. | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την προαγωγή, ενημέρωση, εκπαίδευση και κατάρτιση σε θέματα υγείας εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας | Programme of Community action on health promotion, information, education and training within the framework for action in the field of public health |
gen. | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για την προαγωγή,ενημέρωση,διαπαιδαγώγηση και κατάρτιση σε θέματα υγείας,εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας | Programme of Community action on health promotion, information, education and training within the framework for action in the field of public health |
med. | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης για τις σπάνιες ασθένειες εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας | Programme of Community action on rare diseases within the framework for action in the field of public health |
med. | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την παρακολούθηση της υγείας εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας | Programme of Community action on health monitoring within the framework for action in the field of public health |
med. | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την πρόληψη του AIDS και ορισμένων άλλων μεταδοτικών νόσων εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας | Programme of Community action on the prevention of AIDS and certain other communicable diseases within the framework for action in the field of public health |
med. | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την πρόληψη του AIDS και ορισμένων άλλων μεταδοτικών νόσων εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας | EUROPE AGAINST AIDS |
med. | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης σχετικά με την πρόληψη των τραυματισμών εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας | Programme of Community action on injury prevention in the framework for action in the field of public health |
med. | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης όσον αφορά την πρόληψη της τοξικομανίας εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας | Programme of Community action on the prevention of drug dependence within the framework for action in the field of public health |
med. | Κοινοτικό πρόγραμμα δράσης όσον αφορά τις ασθένειες που σχετίζονται με τη ρύπανση εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας | Programme of Community action on pollution-related diseases in the context of the framework for action in the field of public health |
mater.sc., construct. | κοκκομετρική διαβάθμιση εντός ευρέων ορίων | wide grading |
mater.sc., construct. | κοκκομετρική διαβάθμιση εντός στενών ορίων | narrow grading |
life.sc., construct. | κρίσιμος υδραυλική κλίσις εις σημείον εισροής εντός φρέατος | critical exit gradient |
met. | κρυστάλλωση εντός ισότροπου πεδίου θερμοκρασιών | crystal growth in an isotropic temperature field |
transp. | κύκλος οδήγησης εντός πόλεως | urban driving cycle |
gen. | κύκλωμα διαβίβασης των εγγράφων εντός του Οργάνου αλλά και διοργανικώς | institutional and interinstitutional document circulation system |
med. | λίθος εντός εκκολπώματος | diverticular concretion |
IT, transp. | λειτουργία εντός-εκτός | on/off operation |
gen. | λειτουργικό τμήμα για την κίνηση εντός της πυρηνικής στήλης | in-pile motion module |
IT, dat.proc. | μένω εντός χρονοδιαγράμματος | keep on track |
insur. | μείωση κεφαλαίου αποζημίωσης σε περίπτωση θανάτου εντός ορισμένης χρονικής περιόδου | contingent debt |
fin. | μεταβίβαση κεφαλαίων εντός του ομίλου | transfer of funds within the group |
transp. | μεταφορά εντός λιμένος | port handling |
gen. | μεταφορά εντός του θεάτρου επιχειρήσεων | tactical transport |
gen. | μεταφορά εντός του θεάτρου επιχειρήσεων | intra-theatre transport |
life.sc. | μεταφορά υλικών εντός ρυακίων | rill wash |
econ. | μεταφορές εντός της ΕΕ | intra-EU transport |
transp., avia. | μετεπιβίβαση ή μεταφόρτωση σε άλλη πτήση εντός του ιδίου αερολιμένα | traffic being transferred to another flight at the same airport |
transp. | μετρητής εντός-εκτός | go,no-go gage |
transp., mil., grnd.forc. | μονάδα επί/εντός του οχήματος | on-board unit |
med. | ο εντός του ωτός | intra-aural |
med. | ο εντός του ωτός | intra-auricular |
med. | ο εντός του ωτός | endaural |
med. | ο εντός των σωληναρίων | intratubular |
agric. | οίνος λικέρ ποιότητας που παράγεται εντός καθορισμένης περιοχής | quality liqueur wine psr |
agric. | οίνος λικέρ ποιότητας που παράγεται εντός καθορισμένης περιοχής | quality liqueur wine produced in a specified region |
agric. | οίνος ποιότητας λικέρ που παράγεται εντός καθορισμένης περιοχής | quality liqueur wine produced in a specified region |
commer., food.ind. | οίνος ποιότητας παραγόμενος εντός καθορισμένης περιοχής; οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή | quality wine psr |
commer., food.ind. | οίνος ποιότητας παραγόμενος εντός καθορισμένης περιοχής; οίνος ποιότητας που παράγεται σε καθορισμένη περιοχή | quality wine produced in a specific region |
law, environ., ecol. | Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου | EU Emissions Trading Directive |
law, environ., ecol. | Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου | EAT Directive |
law, environ., ecol. | Οδηγία 2003/87/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Οκτωβρίου 2003, σχετικά με τη θέσπιση συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Κοινότητας και την τροποποίηση της οδηγίας 96/61/ΕΚ του Συμβουλίου | Directive 2003/87/EC of the European Parliament and of the Council of 13 October 2003 establishing a scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community and amending Council Directive 96/61/EC |
med. | οδούς εντός οδόντος | dens in dente |
commun., transp. | οθόνη ενδείξεων εντός οχήματος | display panel inside the vehicle |
fin. | οι διευκολύνσεις μεταφοράς εντός της Kοινότητος | the transfer facilities within the Community |
econ. | οι εταιρίες οι οποίες έχουν την κύρια εγκατάστασή τους εντός της Kοινότητος | companies or firms having their principal place of business within the Community |
gen. | οι προσφυγές αυτές ασκούνται εντός δύο μηνών | the proceedings shall be instituted within two months |
construct. | ολοκληρωμένες και συντονισμένες ρυθμίσεις διαχείρισης κρίσεων της ΕΕ, για κρίσεις που έχουν διασυνοριακές επιπτώσεις εντός της ΕΕ | integrated and coordinated EU crisis-management arrangements for crises with cross-border effects within the EU |
life.sc., coal. | οπτική μέθοδος καταβιβασμού εντός φρέατος | double-image-method of optical plumbing |
construct. | οριζόντιον τεχνικόν έργον παροχετεύσεως υπογείου ύδατος εντός δραίνου | header |
construct. | οριζόντιον τεχνικόν έργον παροχετεύσεως υπογείου ύδατος εντός δραίνου | drainage heading |
construct. | οριζόντιον τεχνικόν έργον παροχετεύσεως υπογείου ύδατος εντός δραίνου | adit |
fin. | οψιόν εντός της τιμής | in-the-money option |
fin. | οψιόν εντός της τιμής | in the money option |
med. | πέος εγκεκλεισμένο εντός του όσχεως | palmature of the penis |
fin. | πίστωση εντός της ημέρας | intra-day credit |
fin. | πίστωση που χορηγείται εντός της ημέρας | intra-day credit |
comp., MS | πακέτο εντός εμβέλειας | in-air packet (A pen input event which is created when a user moves a pen near the tablet and the cursor is within the ink collector object's window or the user moves a mouse within the ink collector object's associated window) |
econ., fin. | παρέμβαση εντός των ορίων ; παρέμβαση εντός των περιθωρίων | intra-marginal intervention |
earth.sc. | παραγωγή τριτίου εντός της πυρηνικής στήλης | in-pile tritium extraction |
med. | παρουσία υγρού εντός του πανκρέατος | hydropancreatosis |
gen. | πειράματα εντός της πυρηνικής στήλης | in-pile experiment |
life.sc., construct. | πιεζομετρική στάθμη εντός φρέατος | standing level |
econ. | πληρωμή εντός της ΕΕ | intra-EU payment |
law, market. | πληρωμή εντός του ομίλου | intra-group payment |
health. | πνευμονία εξ εισροφήσεως ελαίου εντός των πνευμόνων | pneumonolipoidosis |
health. | πνευμονία εξ εισροφήσεως ελαίου εντός των πνευμόνων | lipid pneumonia |
health. | πνευμονία εξ εισροφήσεως ελαίου εντός των πνευμόνων | oil aspiration pneumonia |
health. | πνευμονία εξ εισροφήσεως ελαίου εντός των πνευμόνων | lipoid pneumonia |
health. | πνευμονία εξ εισροφήσεως ελαίου εντός των πνευμόνων | fat pneumonia |
agric. | που παράγεται εντός καθορισμένης περιοχής | produced in a specified region |
construct., environ. | Πράσινη Βίβλος για την εμπορία εκπομπών αερίων φαινομένου θερμοκηπίου εντός της Ευρωπαϊκής | Green Paper on greenhouse gas emissions trading within the European Union |
med. | προβολή των πνευμόνων εντός της κοιλίας | pulmonary presentation in the abdomen |
construct. | προκατεσκευασμένον εν ξηρώ σκυρόδεμα αναμιγνυόμενον μεθ'ύδατος εντός μαλακτήρος επί φορτηγού οχήματος | transit-mixed concrete |
comp., MS | προσφορά εντός εφαρμογής | in-app offer (A feature that a developer provides in an app for consumers to buy from within the app through an in-app purchase transaction) |
insur. | προσωπικό που απασχολείται εντός των γραφειών της επιχείρησης | inside staff |
gen. | πρόγραμμα δοκιμών εντός της πυρηνικής στήλης | in-pile programme |
social.sc., ed., empl. | Πρόγραμμα δράσης για την ανάπτυξη της συνεχούς επαγγελματικής κατάρτισης εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας; Πρόγραμμα δράσης για την ανάπτυξη της συνεχούς επαγγελματικής εκπαίδευσης εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας | Action programme for the development of continuing vocational training in the European Community |
transp., avia. | πώληση και χρήση εφοδίων τροφοδοσίας εντός του αεροσκάφους | sale and use of commissary supplies on board aircraft |
law | ρήτρα επιστροφής σε είδος εντός δοχείων | clause requiring refunds in kind in respect of storage tanks |
life.sc., construct. | ρείθρον εντός πυθμένος τάφρου | cunette |
phys.sc. | ροή εντός λείας διώρυγος | smooth channel flow |
transp. | ρύγχος εντός | nose-in |
el. | ρύθμιση διά πίεση κυμαινόμενη εντός ορίων | pressure limit control |
agric. | σίτος παραχθείς εντός της χώρας | home-grown wheat |
commun., IT | σηματοδοσία εντός δικτύου | signalling within the network |
commun., IT | σηματοδοσία εντός δικτύου | signaling within the network |
IT | σηματοδοσία εντός ζώνης συχνοτήτων | in-band signalling |
IT | σηματοδοσία εντός ζώνης συχνοτήτων | in-band signaling |
comp., MS | στοιχείο ελέγχου αναζήτησης εντός της εφαρμογής | in-app search control (A control that developers use to implement the primary entry point for in-app search) |
comp., MS | Στροβίλισμα, εντός | Spin, In (A title animation in Windows Movie Maker) |
life.sc., agric. | συγκέντρωσις ύδατος εντός κοιλοτήτων | ponding |
gen. | συλλογή πρακτικών συμπεφωνημένων μεταξύ των κρατών μελών εντός των πλαισίων του Κώδικα Συμπεριφοράς | Compendium of Member States' agreed practices within the framework of the Code of Conduct |
econ., commer., tax. | συμβατική τιμή εκχώρησης εντός του ομίλου | intercompany transfer price |
econ., commer., tax. | συμβατική τιμή εκχώρησης εντός του ομίλου | transfer price |
econ., commer., tax. | συμβατική τιμή εκχώρησης εντός του ομίλου | inter-company price |
law, econ. | συμμετοχές εντός του ομίλου | intra-group holding |
econ., market. | συμμετοχή εντός του ομίλου | intra-group inter-company holdings |
coal. | συμπίεση εκρηκτικής ύλης εντός φυσιγγίου | packing |
coal. | συμπίεση εκρηκτικής ύλης εντός φυσιγγίου | cartridging |
fin. | συμφωνία επαναγοράς εντός μιας ημέρας | overnight repurchase agreement |
fin. | συμφωνία επαναγοράς εντός μιας ημέρας | overnight repo |
econ. | συναλλαγές εντός της Ένωσης | intra-EU trade |
econ., fin. | συντονισμένη παρέμβαση εντός των περιθωρίων | coordinated intra-marginal intervention |
med. | Σχέδιο δράσης για την καταπολέμηση του καρκίνου εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας | Plan of action against cancer within the framework for action in the field of public health |
med. | Σχέδιο δράσης για την καταπολέμηση του καρκίνου εντός του πλαισίου δράσης στον τομέα της δημόσιας υγείας | EUROPE AGAINST CANCER |
nucl.pow. | σχέδιο εκτάκτου ανάγκης για την εντός των ορίων του εργοστασίου περιοχή | on-site emergency plan |
econ. | σχέση εντός της ΕΕ | intra-EU relations |
med. | σωλήν για ακτινοβολία εντός κοιλότητος | tube for intracavitary irradiation |
construct. | σωληνωτή γεώτρησις εντός υδατοθύλακος | cavity tubewell |
el. | σωληνωτός εξατμιστής εντός του εδάφους | embedded evaporator tubes |
el. | σωληνωτός εξατμιστής εντός του εδάφους | embedded coils |
transp. | σύστημα αποκλεισμού εντός σταθμού | station block |
agric., construct. | σύστημα αρδεύσεως διά νυκτερινής αποθηκεύσεως ύδατος εντός τριτευουσών διωρύγων | night-storage irrigation system |
environ. | σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ένωσης | EU Emissions Trading Scheme |
environ. | σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπής αερίων θερμοκηπίου εντός της Ένωσης | scheme for greenhouse gas emission allowance trading within the Community |
transp. | σύστημα σωληνώσεων εντός χιτώνος | jacketed piping system |
market. | τα προ2bόντα που ευρίσκονται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός των Kρατών μελών | products which are in free circulation in member states |
met. | τα φυσήματακοιλότητεςπροκύπτουν από την παγίδευση του αερίου εντός του στερεού | blowholes result from the gas being trapped by the solid |
fin. | ταξιδιώτης μη εγκατεστημένος εντός της Κοινότητας | traveller not established within the Community |
transp., tech. | τετράτροχων μοτοσικλετών quad για χρήση εντός δρόμου | on-road quad |
construct. | τεχνικόν έργον παροχετεύσεως υπογείου ύδατος εντός δραίνου | under inlet |
coal., construct. | τηλεσκοπική σωλήνωσις εγχύσεως πασσάλων εντός εδάφους | cow caisson |
coal., construct. | τηλεσκοπική σωλήνωσις εγχύσεως πασσάλων εντός εδάφους | caisson pile |
coal., construct. | τηλεσκοπική σωλήνωσις εγχύσεως πασσάλων εντός εδάφους | Boston caisson |
commun. | τηλεχειρισμός εντός-εκτός μή ενδιαμέσων αναλογικών εντολών | bang bang |
nat.sc. | τηλεχειρισμός των συστατικών μερών εντός του λέβητα του αντιδραστήρα | remote handling of in-vessel components |
gen. | τοποθέτηση ενός δοχείου πιέσεως αντιδραστήρα εντός του προστατευτικού του περιβλήματος | emplacement of a reactor pressure vessel in its containment |
econ. | τρέχουσες μεταβιβάσεις εντός του δημοσίου | current transfers within general government |
ed., empl. | Τρίτο κοινό πρόγραμμα για την ενθάρρυνση της ανταλλαγής νέων εργαζομένων εντός της Κοινότητας 1985-1991 | Third Joint Programme to Encourage the Exchange of Young Workers within the Community 1985 to 1991 |
ed., lab.law. | Τρίτο κοινό πρόγραμμα για την ενθάρρυνση της ανταλλαγής νέων εργαζομένων εντός της Κοινότητας | Third joint programme to encourage the exchange of young workers within the Community |
life.sc. | υδαταποθήκευσις εντός κοιλάδος | valley storage |
earth.sc. | υδαταποθήκευσις εντός υδατορρεύματος | temporary storage |
earth.sc. | υδαταποθήκευσις εντός υδατορρεύματος | channel storage |
life.sc., construct. | υδραυλική κλίσις εις σημείον εισροής εντός φρέατος | exit gradient |
econ. | υπηρεσίες εντός του εμπορικού τομέα | market services |
fin. | υπηρεσίες εντός του ομίλου | intra-group services |
stat., scient. | υποομάδα εντός μπλοκ | intrablock sub-group |
fin., account. | υποχρέωση εντός του Ευρωσυστήματος έναντι της ΕΚΤ | Intra-Eurosystem liability vis-à-vis the ECB |
market. | υπό τις προϋποθέσεις και εντός των ορίων που προβλέπονται κατωτέρω | subject to the conditions and within the limits provided for hereinafter |
life.sc. | υπόγειος ροή εντός μεγάλων διακένων | cavern flow |
fin., account. | υπόλοιπα εντός του Ευρωσυστήματος που αφορούν τα κυκλοφορούντα τραπεζογραμμάτια ευρώ | intra-Eurosystem balances on euro banknotes in circulation |
gen. | φαινόμενα συντελούμενα εντός και εκτός του δοχείου | in-vessel and ex-vessel phenomena |
earth.sc. | φακή εντός ψαμμιτών | stonegall |
mech.eng. | φθορείς άνωσης "εντός" | lift dumper "up" |
mech.eng. | φθορείς άνωσης "εντός" | lift dumper "retracted" |
agric. | φυτώριον όπου παράγονται φυτά ριζωμένα στο χώμα το οποίο περιέχεται εντός αγγείων διαφόρων σχημάτων,διαστάσεων και υλικών | container nursery |
agric. | φύτευση εντός αυλάκων | planting in a trench |
anim.husb. | Χορήγηση εντός τροφής | In-feed use |
chem. | χρωστικαί ουσίαι εντός ελαίου | colours-in-oil |
IT | ψηφιολέξη απόκρισης εντός πλαισίου | in-frame response byte |
IT | ψηφιολέξη απόκρισης εντός πλαισίου | RSP byte |
life.sc. | όργανο διασκόπησης εντός της γεωτρητικής οπής | down-hole probe |