Terms containing εκριζωτής | all forms
Subject | Greek | English |
agric., construct. | εκθαμνωτής-εκριζωτής κορμών | brush rake |
agric., construct. | εκθαμνωτής-εκριζωτής κορμών | bush puller |
agric., construct. | εκθαμνωτής-εκριζωτής κορμών | rooter |
agric., construct. | εκθαμνωτής-εκριζωτής κορμών | stumper |
agric., construct. | εκθαμνωτής-εκριζωτής κορμών | root rake |
agric., construct. | εκθαμνωτής-εκριζωτής κορμών | brush digger |
agric. | εκριζωτής αραχίδας | peanut lifter |
agric. | εκριζωτής αραχίδας | peanut digger |
agric. | εκριζωτής βαρέος τύπου | chisel |
agric. | εκριζωτής βαρέος τύπου | subsoil tiller |
agric. | εκριζωτής βαρέος τύπου | subsoil cultivator |
agric. | εκριζωτής βαρέος τύπου | chisel plow |
agric. | εκριζωτής βαρέος τύπου | chisel cultivator |
agric. | εκριζωτής βαρέος τύπου | Orchard cultivator |
agric. | εκριζωτής κλημάτων | vine remover |
agric., construct. | εκριζωτής κορμών με τρυπάνι | helical stump ripper |
agric., construct. | εκριζωτής κορμών με όνυχα | single tine ripper |
agric., construct. | εκριζωτής κορμών με όνυχα | ripper |
agric., construct. | εκριζωτής κορμών μετά την κοπή των φυτών | stumper |
agric., construct. | εκριζωτής κορμών μετά την κοπή των φυτών | stump puller |
agric., construct. | εκριζωτής κορμών μετά την κοπή των φυτών | stump cutter |
agric., construct. | εκριζωτής κορμών μετά την κοπή των φυτών | rooter |
agric., construct. | εκριζωτής κορμών μετά την κοπή των φυτών | grub puller |
agric., construct. | εκριζωτής κορμών μετά την κοπή των φυτών | grubber |
agric., construct. | εκριζωτής κορμών μετά την κοπή των φυτών | clearing dozer |
agric. | εκριζωτής λίνου | flax lifter |
agric. | εκριζωτής λίνου | flax harvester |
agric. | εκριζωτής με ακτίνες | rod weeder |
agric. | εκριζωτής με ακτίνες | cultivator with rod weeder attachment |
agric. | εκριζωτής με ιμάντες | lifter with belt pulling mechanism |
agric. | εκριζωτής πρέμνων με ροκάνισμα | stump remover |
agric., construct. | εκριζωτής-τσουγκράνα | bush puller |
agric., construct. | εκριζωτής-τσουγκράνα | rooter |
agric., construct. | εκριζωτής-τσουγκράνα | stumper |
agric., construct. | εκριζωτής-τσουγκράνα | root rake |
agric., construct. | εκριζωτής-τσουγκράνα | brush rake |
agric., construct. | εκριζωτής-τσουγκράνα | brush digger |
agric., construct. | ελικοειδής εκριζωτής κορμών | helical stump ripper |
agric., construct. | καταρρίπτης-εκριζωτής | tree pusher |
agric., construct. | καταρρίπτης-εκριζωτής | tree dozer |
agric., construct. | κροσσωτός εκριζωτής | root rake |
agric., construct. | κροσσωτός εκριζωτής | stump blade |
agric., construct. | κροσσωτός εκριζωτής | rock blade |
agric., construct. | κροσσωτός εκριζωτής | rake blade |
forestr. | ρυμουλκούμενος εκριζωτής | towable stumpcutters |