DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Law containing εκμετάλλευση | all forms
GreekEnglish
έλλειμμα σχετικά με την εκμετάλλευση της επιχείρησης που δέχεται την εισφοράtrading deficit of the business transferred
δασική εκμετάλλευση υπό εποπτείαlogging by the owner
διαφορά για εκμετάλλευση υποκαταστήματος,πρακτορείου ή άλλης εγκατάστασηςdispute arising out of the operations of a branch, agency or other establishment
ειδοποίηση νομικής διαδικασίας για εκμετάλλευση δεδομένωνlegal process notification
εκμετάλλευση που αντίκειται στη δημόσια τάξη ή στα χρηστά ήθηexploitation contrary to public policy or morality
εκμετάλλευση πόρνηςpimping
εκμετάλλευση του εξοπλισμού των μεταφορώνoperation of transport facilities
εκμετάλλευση των παιδιώνchild abuse
καταχρηστική εκμετάλλευση δεσποζούσης θέσεωςabuse of a dominant position
ομαδική εκμετάλλευση ενός προϊόντοςsingle-product group-holding
συμφωνία που αφορά την εκμετάλλευση μιας εφεύρεσηςagreement relating to the exploitation of an invention
υποχρεωτική άδεια για μη αποκλειστική εκμετάλλευσηcompulsory licence for non-exclusive use
χρήση γης/έγγειος εκμετάλλευσηland use