DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Statistics containing ειδικός | all forms
GreekEnglish
ειδικός δείκτηςspecific indicator
ειδικός κατά ηλικία συντελεστήςage-specific rate
ειδικός κατά ηλικία συντελεστής θνησιμότηταςhazard function
ειδικός κατά ηλικία συντελεστής θνησιμότηταςage-specific mortality rate
ειδικός συντελεστήςspecific factor