DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing ειδικός | all forms
GreekEnglish
ειδικός δανεισμόςspecialised lender
ειδικός δασμόςspecial duty
ειδικός δεσμευμένος λογαριασμόςholding account
Ειδικός Διαπραγματευτήςanimateur
ειδικός διαπραγματευτής κρατικών χρεωγράφωνprimary dealer
ειδικός διαπραγματευτής τιμώνstock market manipulator
ειδικός κίνδυνοςspecific risk
ειδικός κίνδυνος δυσμενούς συσχέτισηςspecific wrong-way risk
ειδικός κίνδυνος θέσηςspecific position risk
ειδικός λογαριασμόςspecial account
Ειδικός Λογαριασμός Εγγυήσεων Γεωργικών ΠροϊόντωνSpecial Account of Guarantees of Agricultural Products
ειδικός λογαριασμός μετάλλουindividual safekeeping account
ειδικός λογαριασμός μετάλλουallocated metal
ειδικός λογαριασμός μετάλλουallocated account
ειδικός μεσάζωνCAC man
ειδικός προβλέψεων για την πορεία της χρηματιστηριακής αγοράςmarket timer
ειδικός σε θέματα καινοτομίαςinnovation assistant
ειδικός σε θέματα συναλλάγματοςexchange expert
ειδικός φόροςappropriated tax
ειδικός φόρος άνθρακαcoal tax
ειδικός φόρος επί ακούσιων κερδώνwindfall profits tax
ειδικός φόρος κατανάλωσηςexcise tax
ειδικός φόρος κατανάλωσηςexcise duty
ειδικός φόρος κατανάλωσης επιβατικών αυτοκινήτωνspecial passenger vehicle tax
ειδικός φόρος καταναλώσεωςexcise tax
ειδικός φόρος καταναλώσεωςexcise duty
ειδικός φόρος στα εισαγόμενα στη Δωδεκάνησο εμπορεύματα από το εξωτερικό και εσωτερικόspecial duty on goods imported into islands of the Dodecanese group from countries abroad and from the rest of Greece
ειδικός φόρος τραπεζικών εργασιώνGRCspecial tax on bank transactions