DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing διευκόλυνση | all forms
GreekEnglish
διευκόλυνση για τη δημιουργία θεσμών' διευκόλυνση για τη δημιουργία ικανοτήτωνinstitution building facility
διευκόλυνση "Συνδέοντας την Ευρώπη"Connecting Europe Facility
διευκόλυνση ταχείας αντίδρασηςrapid reaction facility
διευκόλυνση της οικονομικής επεκτάσεως διά της δημιουργίας νέων πόρωνto facilitate the economic expansion of the Community by opening up fresh resources
Ειδική Διευκόλυνση Αναπροσαρμογής για το ΔΝΤSpecial Adjustment Facility for the IMF's
Κοινοτικό διερευνητικό πρόγραμμα με σκοπό την υποστήριξη των μεγάλων επιστημονικών εγκαταστάσεων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και τη διευκόλυνση της πρόσβασης σ'αυτέςPlan to support and facilitate access to large-scale scientific facilities of European interest
Μεικτή επιτροπή ΕΟΚ-Ελβετίας για τη διευκόλυνση των ελέγχων και των διατυπώσεων κατά τη μεταφορά εμπορευμάτωνEEC-Switzerland Joint Committee on the simplification of inspections and formalities in respect of the carriage of goods
Σχέδιο δράσης για τη διευκόλυνση του εμπορίουTrade Facilitation Action Plan
Σύμβαση για τη διευκόλυνση της διεθνούς πρόσβασης στη ΔικαιοσύνηConvention on International Access to Justice
Σύμβαση για τη διευκόλυνση της τέλεσης γάμων στο εξωτερικόConvention to Facilitate the Celebration of Marriages Abroad