Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Polish
Portuguese
Spanish
Terms
for subject
General
containing
διευκόλυνση
|
all forms
Greek
English
διευκόλυνση
για τη δημιουργία θεσμών' διευκόλυνση για τη δημιουργία ικανοτήτων
institution building facility
διευκόλυνση
"Συνδέοντας την Ευρώπη"
Connecting Europe Facility
διευκόλυνση
ταχείας αντίδρασης
rapid reaction facility
διευκόλυνση
της οικονομικής επεκτάσεως διά της δημιουργίας νέων πόρων
to
facilitate the economic expansion of the Community by opening up fresh resources
Ειδική
Διευκόλυνση
Αναπροσαρμογής
για το ΔΝΤ
Special Adjustment Facility
for the IMF's
Κοινοτικό διερευνητικό πρόγραμμα με σκοπό την υποστήριξη των μεγάλων επιστημονικών εγκαταστάσεων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και τη
διευκόλυνση
της πρόσβασης σ'αυτές
Plan to support and facilitate access to large-scale scientific facilities of European interest
Μεικτή επιτροπή ΕΟΚ-Ελβετίας για τη
διευκόλυνση
των ελέγχων και των διατυπώσεων κατά τη μεταφορά εμπορευμάτων
EEC-Switzerland Joint Committee on the simplification of inspections and formalities in respect of the carriage of goods
Σχέδιο δράσης για τη
διευκόλυνση
του εμπορίου
Trade Facilitation Action Plan
Σύμβαση για τη
διευκόλυνση
της διεθνούς πρόσβασης στη Δικαιοσύνη
Convention on International Access to Justice
Σύμβαση για τη
διευκόλυνση
της τέλεσης γάμων στο εξωτερικό
Convention to Facilitate the Celebration of Marriages Abroad
Get short URL