Subject | Greek | English |
law, econ. | βασική διευκόλυνση | essential facility |
commun., IT | βασική διευκόλυνση κλήσης | basic call facility |
met., el. | γωνιοτομή του άκρου του ηλεκτροδίου για διευκόλυνση εναύσεως τόξου | striking end of an electrode |
met., el. | γωνιοτομή του άκρου του ηλεκτροδίου για διευκόλυνση εναύσεως τόξου | covering chamfered at the end of an electrode to facilitate striking |
transp. | διεθνής σύμβαση για τη διευκόλυνση της εισαγωγής εμπορικών δειγμάτων και διαφημιστικού υλικού | International Convention to facilitate the importation of commercial samples and advertising material |
fin., health. | Διεθνής Χρηματοδοτική Διευκόλυνση για τον εμβολιασμό | Advance Market Commitment for vaccines |
fin. | διευκόλυνση έκδοσης | issuance facility |
fin. | διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων | deposit facility |
fin. | Διευκόλυνση αποδοχής καταθέσεων | Dematerialisation |
gen. | διευκόλυνση για τη δημιουργία θεσμών' διευκόλυνση για τη δημιουργία ικανοτήτων | institution building facility |
fin. | Διευκόλυνση για την ανάπτυξη και την απασχόληση | EIB Growth and Employment Facility |
econ., fin., social.sc. | Διευκόλυνση για την κοινωνία των πολιτών των γειτονικών χωρών | Civil Society Facility |
econ., fin., social.sc. | Διευκόλυνση για την κοινωνία των πολιτών των γειτονικών χωρών | Neighbourhood Civil Society Facility |
econ., fin., social.sc. | Διευκόλυνση για την κοινωνία των πολιτών των γειτονικών χωρών | Civil Society Neighbourhood Facility |
food.ind. | διευκόλυνση για την ταχεία αντιμετώπιση των διογκούμενων τιμών των τροφίμων στις αναπτυσσόμενες χώρες | food facility |
food.ind. | διευκόλυνση για την ταχεία αντιμετώπιση των διογκούμενων τιμών των τροφίμων στις αναπτυσσόμενες χώρες | facility for rapid response to soaring food prices in developing countries |
environ., energ.ind. | διευκόλυνση για τον ενεργειακό τομέα | ACP-EU Energy Facility |
ecol. | διευκόλυνση για τον τομέα των υδάτων | ACP-EU Water Facility |
dat.proc., IT | διευκόλυνση διάβασης | gateway |
fin. | διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης | marginal lending facility |
fin. | Διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης | marginal interest rate |
fin. | Διευκόλυνση οριακής χρηματοδότησης | Marginal interest rate |
fin. | διευκόλυνση ρευστότητας | liquidity assistance |
fin. | διευκόλυνση ρευστότητας μιας ημέρας έναντι αποδεκτών περιουσιακών στοιχείων | to obtain overnight liquidity against eligible assets |
fin. | διευκόλυνση ρευστότητας στο πλαίσιο συναλλαγής σε τίτλους προερχόμενους από τιτλοποίηση | liquidity support in an ABS transaction |
gen. | διευκόλυνση "Συνδέοντας την Ευρώπη" | Connecting Europe Facility |
gen. | διευκόλυνση ταχείας αντίδρασης | rapid reaction facility |
fin. | διευκόλυνση ταχείας εκταμίευσης | rapid disbursement facility |
transp., avia. | διευκόλυνση της αερομεταφοράς φορτίων | facilitation of air freight transport |
tech., chem. | διευκόλυνση της αλλαγής χρώματος | to aid observation of the end point |
law, immigr. | διευκόλυνση της εκούσιας επιστροφής | assisted voluntary return |
fin. | διευκόλυνση της Κοπεγχάγης | Copenhagen facility |
gen. | διευκόλυνση της οικονομικής επεκτάσεως διά της δημιουργίας νέων πόρων | to facilitate the economic expansion of the Community by opening up fresh resources |
law, immigr. | διευκόλυνση της παράνομης εισόδου και διαμονής | facilitation of illegal immigration |
law, immigr. | διευκόλυνση της παράνομης εισόδου και διαμονής | assisting unlawful immigration |
law, immigr. | διευκόλυνση της παράνομης μετανάστευσης | facilitation of illegal immigration |
law, immigr. | διευκόλυνση της παράνομης μετανάστευσης | assisting unlawful immigration |
fin. | διευκόλυνση του Εδιμβούργου | Edinburgh facility |
commer., polit., UN | διευκόλυνση των επιχειρήσεων | business facilitation |
law | διευκόλυνση των συναλλαγών | trade facilitation |
agric. | διευκόλυνση των υλικών ελέγχων | facilitation of physical inspections |
fin. | διευκόλυνση υπέρ των ΜΜΕ | SME facility |
fin., account. | διευκόλυνση υπερανάληψης | overdraft facility |
commun. | διευκόλυνση υπερροής για τηλεφωνήτρια | attendant overflow facility |
immigr. | διευκόλυνση χορήγησης θεωρήσεων | visa facilitation |
gen. | Ειδική Διευκόλυνση Αναπροσαρμογής για το ΔΝΤ | Special Adjustment Facility for the IMF's |
transp. | ενίσχυση για τη διευκόλυνση της λειτουργίας εσωτερικών γραμμών | aid provided to facilitate the operation of domestic routes |
fin. | ενδιάμεση χρηματοδοτική διευκόλυνση | bridging facility |
transp., UN | ενοποιημένη απόφαση για τη διευκόλυνση των οδικών μεταφορών | Revised Consolidated Resolution on the Facilitation of International Road Transport R.E.4 |
transp., UN | ενοποιημένη απόφαση για τη διευκόλυνση των οδικών μεταφορών | Consolidated Resolution on the Facilitation of Road Transport |
fin. | επενδυτική διευκόλυνση | investment facility |
fin. | επενδυτική διευκόλυνση για τη Λατινική Αμερική | Latin America Investment Facility |
agric. | καλλιεργητής για διευκόλυνση του αερισμού χλοοτάπητα | turf aerator |
agric. | καλλιεργητής για διευκόλυνση του αερισμού χλοοτάπητα | grass-lawn aerator |
gen. | Κοινοτικό διερευνητικό πρόγραμμα με σκοπό την υποστήριξη των μεγάλων επιστημονικών εγκαταστάσεων ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος και τη διευκόλυνση της πρόσβασης σ'αυτές | Plan to support and facilitate access to large-scale scientific facilities of European interest |
obs. | κοινοτικός μηχανισμός για τη διευκόλυνση της ενισχυμένης συνεργασίας στις επεμβάσεις βοήθειας της πολιτικής προστασίας | Union Civil Protection Mechanism |
obs. | κοινοτικός μηχανισμός για τη διευκόλυνση της ενισχυμένης συνεργασίας στις επεμβάσεις βοήθειας της πολιτικής προστασίας | Community mechanism to facilitate reinforced cooperation in civil protection assistance interventions |
obs. | κοινοτικός μηχανισμός για τη διευκόλυνση της ενισχυμένης συνεργασίας στις επεμβάσεις βοήθειας της πολιτικής προστασίας | Community Civil Protection Mechanism |
fin. | λίαν βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση | VSTF |
fin. | λίαν βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση | Very Short Term Facility |
econ., fin. | λίαν βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση | very short-term credit facility |
econ., fin. | λίαν βραχυπρόθεσμη πιστωτική διευκόλυνση | very short term facility |
gen. | Μεικτή επιτροπή ΕΟΚ-Ελβετίας για τη διευκόλυνση των ελέγχων και των διατυπώσεων κατά τη μεταφορά εμπορευμάτων | EEC-Switzerland Joint Committee on the simplification of inspections and formalities in respect of the carriage of goods |
fin. | μεταβατική διευκόλυνση για τη δημιουργία θεσμών | transition facility for institution building |
life.sc., environ., tech. | μηχανισμός διαλογής για την προαγωγή και διευκόλυνση της τεχνικής και επιστημονικής συνεργασίας | clearing-house mechanism to promote and facilitate technical and scientific cooperation |
health., pharma. | ομάδα για τη διευκόλυνση της αμοιβαίας αναγνώρισης | Mutual Recognition Facilitation Group |
econ., fin. | πάγια διευκόλυνση | standing facility |
fin. | πάγια διευκόλυνση του Ευρωσυστήματος | standing facilities |
fin. | πάγια διευκόλυνση του Ευρωσυστήματος | Eurosystem's standing facilities |
chem. | παρασκεύασμα για τη διευκόλυνση της προσκόλλησης των ιμάντων μετάδοσης της κίνησης | anti-slip transmission belt preparation |
environ. | πιστωτική διευκόλυνση | credit assistance The help and support from banks and other financial institutions in providing money or goods without requiring present payment |
fin., insur. | πιστωτική διευκόλυνση | lending facility |
environ. | πιστωτική διευκόλυνση | credit assistance |
fin., agric. | πιστωτική διευκόλυνση | credit facility |
fin. | πολυμερής διευκόλυνση συναλλαγών | multilateral trading facility |
fin. | πολυμερής διευκόλυνση συναλλαγών | Alternative Trading System |
fin., econ. | πολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός ; εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδοτική διευκόλυνση | very short-term financing facility |
fin., econ. | πολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός ; εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδοτική διευκόλυνση | very short-term financing mechanism |
fin., econ. | πολύ βραχυπρόθεσμος χρηματοδοτικός μηχανισμός ; εξαιρετικά βραχυπρόθεσμη χρηματοδοτική διευκόλυνση | mechanism for very short-term financing |
commun. | προαιρετική διευκόλυνση κλήσης | optional call facility |
fin. | προενταξιακή διευκόλυνση | pre-accession facility |
med. | προσυναπτική διευκόλυνση | presynaptic facilitation |
fin. | προσωρινή δανειοδοτική διευκόλυνση | temporary lending facility |
fin. | προσωρινή διευκόλυνση για τις ΜΜΕ | temporary facility for SMEs |
fin. | πρόσβαση σε χρηματοδοτική διευκόλυνση | access to a facility |
immigr. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης για τη διευκόλυνση της έκδοσης θεωρήσεων | Agreement between the European Community and Bosnia and Herzegovina on the facilitation of the issuance of visas |
immigr. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Αλβανίας για τη διευκόλυνση της έκδοσης θεωρήσεων | Agreement between the European Community and the Republic of Albania on the facilitation of the issuance of visas |
immigr. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας της Σερβίας για τη διευκόλυνση της έκδοσης θεωρήσεων | Agreement between the European Community and the Republic of Serbia on the facilitation of the issuance of visas |
immigr. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Δημοκρατίας του Μαυροβουνίου για τη διευκόλυνση της έκδοσης θεωρήσεων | Agreement between the European Community and the Republic of Montenegro on the facilitation of the issuance of visas |
immigr. | Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας για τη διευκόλυνση της έκδοσης θεωρήσεων | Agreement between the European Community and the Former Yugoslav Republic of Macedonia on the facilitation of the issuance of visas |
law | συνεκδίκαση προς διευκόλυνση της έγγραφης ή της προφορικής διαδικασίας ή προς έκδοση κοινής αποφάσεως | join for the purposes of the written or oral procedure or the final judgment |
law | συνεκδίκαση προς διευκόλυνση της έγγραφης διαδικασίας | join for the purpose of the written procedure |
law | συνεκδίκαση προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας | join for the purpose of the oral procedure |
law | Συνθήκη του Μαρακές για τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε έντυπα για τυφλούς, άτομα με προβλήματα όρασης και λοιπά άτομα με προβλήματα ανάγνωσης εντύπων | Marrakesh Treaty to Facilitate Access to Published Works for Persons who are Blind, Visually Impaired, or otherwise Print Disabled |
law | Συνθήκη του Μαρακές για τη διευκόλυνση της πρόσβασης σε έντυπα για τυφλούς, άτομα με προβλήματα όρασης και λοιπά άτομα με προβλήματα ανάγνωσης εντύπων | Marrakech Treaty |
med. | συσκευή για τη διευκόλυνση της ακοής στους κουφούς | deaf-aid |
gen. | Σχέδιο δράσης για τη διευκόλυνση του εμπορίου | Trade Facilitation Action Plan |
gen. | Σύμβαση για τη διευκόλυνση της διεθνούς πρόσβασης στη Δικαιοσύνη | Convention on International Access to Justice |
gen. | Σύμβαση για τη διευκόλυνση της τέλεσης γάμων στο εξωτερικό | Convention to Facilitate the Celebration of Marriages Abroad |
fin. | ταμειακή διευκόλυνση | liquidity facility |
R&D. | χρηματοδοτική διευκόλυνση καταμερισμού του κινδύνου | Risk-Sharing Finance Facility |