DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Electronics containing διαφορικός | all forms
GreekEnglish
έλεγχος 3 όρων: αναλογικός, διαφορικός, ολοκληρωτικόςproportioning control with integral and derivative functions
αναλογικός-ολοκληρωτικός-διαφορικός ρυθμιστήςthree-term controller
αναλογικός-ολοκληρωτικός-διαφορικός ρυθμιστήςproportional-plus-integral-plus-derivative controller
διαφορικός έλεγχος θερμοκρασίαςslaved control
διαφορικός δέκτηςdifferential receiver
διαφορικός δέκτης συναγερμούdifferential alarm receiver
Διαφορικός ενισχυτήςdifferential amplifier
διαφορικός εξασθενητήςdifferential attenuator
διαφορικός εξοπλισμόςdiversity equipment
διαφορικός ηλεκτρονόμοςdifferential relay
διαφορικός ηλεκτρονόμοςdifferential protection
διαφορικός καταστολέας ηχούςdifferential echo suppressor
διαφορικός κλάδοςdiversity branch
διαφορικός μετασχηματιστήςfour-to-two-wire hybrid
διαφορικός μετασχηματιστής4-to-2-wire hybrid
διαφορικός οδηγός συναγερμούdifferential alarm driver
διαφορικός ολισθητής φάσηςdifferential phase shifter
διαφορικός ρυθμιστήςdifferential controller
διαφορικός ρυθμιστήςdifferential arc regulator
διαφορικός συγκριτήςdifferential comparator
διαφορικός τελεστικός ενισχυτήςdifferential operational amplifier
μεταβλητός διαφορικός εξασθενητήςvariable differential attenuator