Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Bulgarian
Czech
Danish
Dutch
English
French
German
Italian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Spanish
Terms
for subject
Electronics
containing
διαφορικός
|
all forms
Greek
English
έλεγχος 3 όρων: αναλογικός,
διαφορικός
, ολοκληρωτικός
proportioning control with integral and derivative functions
αναλογικός-ολοκληρωτικός-
διαφορικός
ρυθμιστής
three-term controller
αναλογικός-ολοκληρωτικός-
διαφορικός
ρυθμιστής
proportional-plus-integral-plus-derivative controller
διαφορικός
έλεγχος θερμοκρασίας
slaved control
διαφορικός
δέκτης
differential receiver
διαφορικός
δέκτης συναγερμού
differential alarm receiver
Διαφορικός
ενισχυτής
differential amplifier
διαφορικός
εξασθενητής
differential attenuator
διαφορικός
εξοπλισμός
diversity equipment
διαφορικός
ηλεκτρονόμος
differential relay
διαφορικός
ηλεκτρονόμος
differential protection
διαφορικός
καταστολέας ηχούς
differential echo suppressor
διαφορικός
κλάδος
diversity branch
διαφορικός
μετασχηματιστής
four-to-two-wire hybrid
διαφορικός
μετασχηματιστής
4-to-2-wire hybrid
διαφορικός
οδηγός συναγερμού
differential alarm driver
διαφορικός
ολισθητής φάσης
differential phase shifter
διαφορικός
ρυθμιστής
differential controller
διαφορικός
ρυθμιστής
differential arc regulator
διαφορικός
συγκριτής
differential comparator
διαφορικός
τελεστικός ενισχυτής
differential operational amplifier
μεταβλητός
διαφορικός
εξασθενητής
variable differential attenuator
Get short URL