DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Health care containing δίπλωμα | all forms
GreekEnglish
δίπλωμα αδείας ασκήσεως της ιατρικής και της χειρουργικήςdiploma conferring the right to practise medicine and surgery
δίπλωμα αποφοίτου ιατρικής και χειρουργικήςdiploma of graduate in medicine and surgery
δίπλωμα διδάκτορα ιατρικήςdiploma of doctor of medicine
δίπλωμα ειδικότητας γενικής παθολογίαςdiploma of specialist training in general medicine
δίπλωμα μαίαςpolytechnic diploma in midwifery
δίπλωμα μαίαςdiploma in midwifery
δίπλωμα νοσοκόμου γενικής περίθαλψηςdiploma of general nursing
δίπλωμα του οδοντιάτρουcertificate of the degree of licentiate in dentistry
δίπλωμα του ορθοδοντικόςcertificate of orthodontist
ευρωπαϊκό μεταπτυχιακό δίπλωμα στον τομέα της δημόσιας υγείαςEuropean Master's Degree in Public Health
καθηγητής αναπνοής,λόγου και φωνής με κρατικό δίπλωμαState-certified respiration and elocution instructor
κρατικό δίπλωμα διδάκτορος ιατρικήςdiploma of doctor of medicine, surgery and obstetrics
κρατικό δίπλωμα διδάκτορος ιατρικήςState diploma of doctor of medicine
κρατικό δίπλωμα ιατρικήςdiploma of medical practitioner
κρατικό δίπλωμα ιατρικής, χειρουργικής και μαιευτικήςState diploma of doctor of medicine, surgery and obstetrics
κρατικό δίπλωμα φαρμακοποιούState diploma of pharmacist
πανεπιστημιακό δίπλωμα διδάκτορος ιατρικήςuniversity diploma of doctor of medicine
πανεπιστημιακό δίπλωμα μαιευτικήςuniversity diploma in midwifery
πανεπιστημιακό δίπλωμα του οδοντιάτρουuniversity diploma in dentistry
πολυτεχνικό δίπλωμα μαιευτικήςpolytechnic diploma in midwifery
πολυτεχνικό δίπλωμα μαιευτικήςdiploma in midwifery