Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Danish
Dutch
English
Finnish
French
German
Italian
Latvian
Portuguese
Spanish
Swedish
Terms for subject
Health care
containing
γήρανση
|
all forms
Greek
English
γήρανση
του δέρματος
ageing of the skin
ειδικό πρόγραμμα έρευνας για τη
γήρανση
Special programme for research on ageing
Επιτροπή Εναρμονισμένης Δράσης -
Γήρανση
των Κυττάρων και Μείωση της Λειτουρ- γικής Ικανότητος των Οργάνων; Γήρανση των Κυττάρων
Concerted Action Committee on Medical Cellular Ageing
Επιτροπή Εναρμονισμένης Δράσης -
Γήρανση
των Κυττάρων και Μείωση της Λειτουρ- γικής Ικανότητος των Οργάνων; Γήρανση των Κυττάρων
Concerted Action Committee on Cellular Ageing and Decreased Functional Capacity of Organs
πρόωρη
γήρανση
του δέρματος
skin ageing
πρόωρη
γήρανση
του δέρματος
premature skin ageing
πρόωρη
γήρανση
του δέρματος
accelerated skin ageing
το κάπνισμα προκαλεί
γήρανση
του δέρματος
smoking causes ageing of the skin
Get short URL