DictionaryForumContacts

   Greek
Terms containing βραχυκύκλωμα | all forms
SubjectGreekEnglish
el.έμβολο σε ρυθμιζόμενο βραχυκύκλωμαpiston
el.έμβολο σε ρυθμιζόμενο βραχυκύκλωμαplunger
el.έμβολο σε ρυθμιζόμενο βραχυκύκλωμαadjustable short circuit
mech.eng., construct.βραχυκύκλωμα δρομέαarmature short-circuit
phys.sc.βραχυκύκλωμα ισχύοςpower crowbarring
el.βραχυκύκλωμα μέσω τόξουshort-circuit through an arc
earth.sc.βραχυκύκλωμα με εκρηκτικόexplosive crowbar
el.βραχυκύκλωμα μεταξύ ελιγμάτωνturn-to-turn fault
el.βραχυκύκλωμα μεταξύ ελιγμάτωνinterturn fault
el.βραχυκύκλωμα μεταξύ ελιγμάτωνshort-circuit between turns
el.βραχυκύκλωμα μεταξύ ελιγμάτωνfault between turns
el.βραχυκύκλωμα μεταξύ τυλιγμάτωνshort-circuit between windings
el.βραχυκύκλωμα μεταξύ τυλιγμάτωνfault between windings
el.βραχυκύκλωμα μεταξύ φάσεωνshort-circuit between phases
el.βραχυκύκλωμα προς γηshort-circuit to earth
el.εξωτερικό βραχυκύκλωμαouter short circuit
el.ηλεκτρικό βραχυκύκλωμαelectrical short
el.καθαρό βραχυκύκλωμαsolid short-circuit
el.καθαρό βραχυκύκλωμαdead short-circuit
earth.sc., el.κλείσιμο με βραχυκύκλωμαmake-before-break
el.νεκρό βραχυκύκλωμαsolid short-circuit
el.νεκρό βραχυκύκλωμαdead short-circuit
el.στερεό βραχυκύκλωμαsolid short-circuit
el.στερεό βραχυκύκλωμαdead short-circuit
el.συνολικό ρεύμα προς το βραχυκύκλωμαcurrent in the short-circuit