Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Basque
Bulgarian
Catalan
Chinese
Croatian
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
Finnish
French
German
Hungarian
Irish
Italian
Latvian
Lithuanian
Maltese
Norwegian Bokmål
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Slovak
Slovene
Spanish
Swedish
Turkish
Ukrainian
Terms containing
βραχυκύκλωμα
|
all forms
Subject
Greek
English
el.
έμβολο σε ρυθμιζόμενο
βραχυκύκλωμα
piston
el.
έμβολο σε ρυθμιζόμενο
βραχυκύκλωμα
plunger
el.
έμβολο σε ρυθμιζόμενο
βραχυκύκλωμα
adjustable short circuit
mech.eng., construct.
βραχυκύκλωμα
δρομέα
armature short-circuit
phys.sc.
βραχυκύκλωμα
ισχύος
power crowbarring
el.
βραχυκύκλωμα
μέσω τόξου
short-circuit through an arc
earth.sc.
βραχυκύκλωμα
με εκρηκτικό
explosive crowbar
el.
βραχυκύκλωμα
μεταξύ ελιγμάτων
turn-to-turn fault
el.
βραχυκύκλωμα
μεταξύ ελιγμάτων
interturn fault
el.
βραχυκύκλωμα
μεταξύ ελιγμάτων
short-circuit between turns
el.
βραχυκύκλωμα
μεταξύ ελιγμάτων
fault between turns
el.
βραχυκύκλωμα
μεταξύ τυλιγμάτων
short-circuit between windings
el.
βραχυκύκλωμα
μεταξύ τυλιγμάτων
fault between windings
el.
βραχυκύκλωμα
μεταξύ φάσεων
short-circuit between phases
el.
βραχυκύκλωμα
προς γη
short-circuit to earth
el.
εξωτερικό
βραχυκύκλωμα
outer short circuit
el.
ηλεκτρικό
βραχυκύκλωμα
electrical short
el.
καθαρό
βραχυκύκλωμα
solid short-circuit
el.
καθαρό
βραχυκύκλωμα
dead short-circuit
earth.sc., el.
κλείσιμο με
βραχυκύκλωμα
make-before-break
el.
νεκρό
βραχυκύκλωμα
solid short-circuit
el.
νεκρό
βραχυκύκλωμα
dead short-circuit
el.
στερεό
βραχυκύκλωμα
solid short-circuit
el.
στερεό
βραχυκύκλωμα
dead short-circuit
el.
συνολικό ρεύμα προς το
βραχυκύκλωμα
current in the short-circuit
Get short URL