DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Social science containing βάση | all forms
GreekEnglish
έγγραφο οδηγιών της ΔΟΕ σχετικά με τη μέτρηση της εργασίας σε εθελοντική βάσηILO Manual on the Measurement of Volunteer Work
βάση κοκαΐνηςfreebase
βάση κοκαΐνηςfreebase cocaine
βάση κοκαΐνηςcocaine base
βάση μορφίνηςmorphine base
δημιουργία υπηρεσίας που θα λειτουργεί σε εθελοντική βάση σ'ένα άλλο κράτος μέλοςperformance of voluntary service in another Member State
διαχωρισμός με βάση το φύλοsex segregation
διαχωρισμός με βάση το φύλοgender segregation
εργασία που πληρώνεται με βάση τη χρονική διάρκειαwork at time rates
κοινή βάση για την επιλογή του περιεχομένου του ΄ΙντερνετPlatform for Internet Content Selection
σύστημα παροχών που χορηγούνται με βάση τους πόρους ζωής του δικαιούχουmeans-tested benefit scheme