Sign in
|
English
|
Terms of Use
Dictionary
Forum
Contacts
Greek
⇄
Arabic
Chinese
Czech
Danish
Dutch
English
Estonian
French
German
Italian
Japanese
Latvian
Lithuanian
Polish
Portuguese
Romanian
Russian
Serbian
Spanish
Ukrainian
Terms
for subject
Earth sciences
containing
βάση
|
all forms
Greek
English
αντλία στηριζόμενη στη
βάση
του κινητήρα της
flange mounted pump
αντλία τοποθετημένη σε κάθετη
βάση
vertical frame mounted pump
αντλία τοποθετημένη σε κάθετη
βάση
pedestal mounted pump
βάση
αναγωγής
rectification base
βάση
αντιδονητική
damping pad
βάση
αντιδονητική
anti-vibration mountings
βάση
δεδομένων για διατομές από ραδιοεντοπιστή
radar cross section database
βάση
δεδομένων για τα θερμοφυσικά χαρακτηριστικά των ακτινιδών
THERSYST
database for thermophysical data of actinides
βάση
ημιομοιώματος
reflection plate
βάση
ημιομοιώματος
reflection plane
βάση
λήψης
air base
βάση
στήριξης μανομέτρου
gauge holder
βάση
στερεοσκοπικής λήψης
stereoscopic base
βάση
στερεοσκοπικής λήψης
stereo base
διάταξη-
βάση
σταθεροποίησης μηχανής
stabilized mount
ισχύς λειτουργίας κινητήρα σε 15λεπτη
βάση
quarter-hourly rating power
ισχύς λειτουργίας κινητήρα σε 15λεπτη
βάση
quarter-hourly rating
ισχύς λειτουργίας κινητήρια σε ημίωρη
βάση
quarter-hourly rating
ισχύς λειτουργίας κινητήρια σε ημίωρη
βάση
half-hourly rating power
κόλλα με
βάση
τα πυριτικά
glue based on a silicate
κόλλα με
βάση
την καζε ίνη ή κόλλα καζε ίνης
casein glue
κόλλα με
βάση
την καζε ίνη ή κόλλα καζε ίνης
casein adhesive
κόλλα με
βάση
την καζεϊνη
casein glue
κόλλα με
βάση
την καζεϊνη
casein adhesive
μέθοδος με
βάση
πηκτώματα
gel-based method
μέθοδος που λαμβάνει ως
βάση
την αιχμή
peak-fitting method
σχεδιασμός με
βάση
αναφοράς σεισμό
design basis earthquake
τάση διάσπασης συλλέκτη-εκπομπού με ανοιχτοκυκλωμένη
βάση
sustaining voltage
ταλαντευόμενη
βάση
στήριξης
oscillating foundation
φωτογραφική
βάση
photo base
Get short URL