DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Earth sciences containing βάση | all forms
GreekEnglish
αντλία στηριζόμενη στη βάση του κινητήρα τηςflange mounted pump
αντλία τοποθετημένη σε κάθετη βάσηvertical frame mounted pump
αντλία τοποθετημένη σε κάθετη βάσηpedestal mounted pump
βάση αναγωγήςrectification base
βάση αντιδονητικήdamping pad
βάση αντιδονητικήanti-vibration mountings
βάση δεδομένων για διατομές από ραδιοεντοπιστήradar cross section database
βάση δεδομένων για τα θερμοφυσικά χαρακτηριστικά των ακτινιδώνTHERSYSTdatabase for thermophysical data of actinides
βάση ημιομοιώματοςreflection plate
βάση ημιομοιώματοςreflection plane
βάση λήψηςair base
βάση στήριξης μανομέτρουgauge holder
βάση στερεοσκοπικής λήψηςstereoscopic base
βάση στερεοσκοπικής λήψηςstereo base
διάταξη-βάση σταθεροποίησης μηχανήςstabilized mount
ισχύς λειτουργίας κινητήρα σε 15λεπτη βάσηquarter-hourly rating power
ισχύς λειτουργίας κινητήρα σε 15λεπτη βάσηquarter-hourly rating
ισχύς λειτουργίας κινητήρια σε ημίωρη βάσηquarter-hourly rating
ισχύς λειτουργίας κινητήρια σε ημίωρη βάσηhalf-hourly rating power
κόλλα με βάση τα πυριτικάglue based on a silicate
κόλλα με βάση την καζε ίνη ή κόλλα καζε ίνηςcasein glue
κόλλα με βάση την καζε ίνη ή κόλλα καζε ίνηςcasein adhesive
κόλλα με βάση την καζεϊνηcasein glue
κόλλα με βάση την καζεϊνηcasein adhesive
μέθοδος με βάση πηκτώματαgel-based method
μέθοδος που λαμβάνει ως βάση την αιχμήpeak-fitting method
σχεδιασμός με βάση αναφοράς σεισμόdesign basis earthquake
τάση διάσπασης συλλέκτη-εκπομπού με ανοιχτοκυκλωμένη βάσηsustaining voltage
ταλαντευόμενη βάση στήριξηςoscillating foundation
φωτογραφική βάσηphoto base