DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing αύξηση | all forms
GreekEnglish
αύξηση λόγω επαγγελματικών προσόντωνskill-related increase
αύξηση της απασχόλησης των γυναικώνincrease in participation rate amongst women
αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματοςgrowth in disposable income
αύξηση των συνεισφορών των εργαζομένωνto increase employee contributions
επίδομα για την αύξηση των τιμώνcost of living contribution
επίδομα για την αύξηση των τιμώνdearness allowance
επίδομα για την αύξηση των τιμώνcost of living allowance
συμφωνία για προοδευτική αύξηση του ορίου ηλικίας πρόωρης συνταξιοδότησηςprovision for the early retirement age to be raised by stages
σύνδεση των αμοιβών με την αύξηση της παραγωγικότηταςto link pay to increases in productivity