Subject | Greek | English |
el. | αυτόματος διακόπτης | automatic change-over switch |
IT, el. | αυτόματος διακόπτης | contactor |
el. | αυτόματος διακόπτης | automatic circuit-breaker |
el. | αυτόματος διακόπτης | automatic switch |
met. | αυτόματος διακόπτης αναρρόφησης ασετυλίνης | flow control |
lab.law., mech.eng. | αυτόματος διακόπτης ασφάλειας | safety cut-out |
lab.law., mech.eng. | αυτόματος διακόπτης ασφάλειας πίεσης λαδιού | oil pressure cut-out |
lab.law., mech.eng. | αυτόματος διακόπτης ασφάλειας πίεσης λαδιού | oil pressure switch |
lab.law., mech.eng. | αυτόματος διακόπτης ασφάλειας πίεσης λαδιού | oil failure switch |
lab.law., mech.eng. | αυτόματος διακόπτης ασφάλειας στην υψηλή πίεση | high pressure safety cut-out |
lab.law., mech.eng. | αυτόματος διακόπτης ασφάλειας στην χαμηλή πίεση | suction pressure safety cut-out |
lab.law., mech.eng. | αυτόματος διακόπτης ασφάλειας στην χαμηλή πίεση | low pressure safety cut-out |
astronaut., transp. | Αυτόματος διακόπτης ηλεκτρικού κυκλώματος | circuit breaker |
el. | αυτόματος διακόπτης κυκλώματος | electrical safety |
commun., IT | αυτόματος διακόπτης σταθμού διαλογής | automatic marshalling-controller |
commun. | αυτόματος διακόπτης τηλεφώνου | automatic telephone dialling system |
mech.eng. | αυτόματος ηλεκτρικός διακόπτης διαφορικής πίεσης | pressure differential cut-out |
el. | αυτόματος θερμοηλεκτρικός διακόπτης | starter |
el. | αυτόματος θερμοηλεκτρικός διακόπτης | automatic thermoelectric switch |