DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Transport containing αυτοκινούμενο | all forms
GreekEnglish
αυτοκινούμενο βιομηχανικό όχημαself-propelled industrial truck
αυτοκινούμενο πλαίσιοself-propelled power frame
αυτοκινούμενο σασίself-propelled power frame
αυτοκινούμενο στο έδαφοςpower in,power out
αυτοκινούμενο τελεφερίκ"Téléautomoteur"
αυτοκινούμενο φορτηγό όχημαpower car
αυτοκινούμενο όχημαmotor train set
αυτοκινούμενο όχημαmotor train unit
αυτοκινούμενο όχημαmotor set
στοιχείο αυτοκινούμενοmotor train set
στοιχείο αυτοκινούμενοmotor train unit
στοιχείο αυτοκινούμενοmotor set
στροβιλοκίνητο αυτοκινούμενο όχημαturbine-driven train unit
τροχαίο αυτοκινούμενο υλικόrailcar
όχημα αυτοκινούμενο σε σιδηροτροχιές με συσσωρευτέςbattery operated rail car