Subject | Greek | English |
tax. | έλεγχος από τη φορολογική αρχή | inspection by the tax authority |
agric., food.ind. | έλεγχος "από την αρχή ως το τέλος" | "end to end" supervision |
work.fl., IT | αλφαβητική αρχή διευθέτησης | alphabetical principle of arrangement |
work.fl., IT | αλφαριθμική αρχή διευθέτησης | alphanumeric principle of arrangement |
law | αναγκαστικός κανόνας δικαίου που θεσπίσθηκε από δημόσια αρχή | compliance with mandatory regulation |
gen. | αναθέτουσα αρχή | contracting authority |
gen. | αναθέτουσα αρχή | awarding organization |
law | ανεπαίσθητη παρέκκλιση από την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας των δικαστικών αποφάσεων | slight encroachment on the principle of free movement of judgements |
law | Ανωτάτη Αρχή | High Authority |
gen. | Ανώτατη Αρχή της ΕΚΑΧ | ECSC High Authority |
nat.sc. | απαγορευτική αρχή Pauli | Pauli principle |
nat.sc. | απαγορευτική αρχή Pauli | Pauli-Fermi principle |
nat.sc. | απαγορευτική αρχή Pauli | Pauli exclusion principle |
law, tax. | αποδέκτρια αρχή | requested authority |
immigr. | αποφαινόμενη αρχή για το καθεστώς του πρόσφυγα | determining authority |
immigr. | αποφαινόμενη αρχή για το καθεστώς του πρόσφυγα' αποφαινόμενη αρχή | refugee status determining authority |
immigr. | αποφαινόμενη αρχή για το καθεστώς του πρόσφυγα' αποφαινόμενη αρχή | determining authority |
work.fl., IT | αριθμική αρχή διευθέτησης | numerical principle of arrangement |
gen. | αρμόδια αρχή | competent body |
law, commun. | αρμόδια αρχή | responsible authority |
law | αρμόδια αρχή | requested authority |
gen. | αρμόδια αρχή | competent authority |
econ., fin. | αρμόδια αρχή για τη νομισματική σταθερότητα | authority responsible for monetary stability |
immigr. | αρμόδια αρχή για τη χορήγηση θεώρησης | department responsible for issuing visas |
law | αρμόδια αρχή η οποία δικάζει τους δικαστές που ανήκουν στο ανώτατο εθνικό δικαστήριο | court competent to judge the members of the highest national judiciary |
tech., chem. | αρμόδια για κανονιστικές ρυθμίσεις αρχή | regulatory authority |
chem. | αρμόδια για την αδειοδότηση αρχή | granting authority |
fin. | αρμόδια για την απαλλαγή αρχή | discharge authority |
gen. | αρμόδια για τις εγκρίσεις αρχή | type-approval authority |
gen. | αρμόδια για τις εγκρίσεις αρχή | approval authority |
gen. | αρμόδια για τις εγκρίσεις αρχή | TAA |
law, econ. | αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή | budgetary authority |
law | αρμόδια δικαστική αρχή | judicial authority which is competent |
law | αρμόδια διοικητική αρχή | competent administration |
law, econ. | αρμόδια επί του προϋπολογισμού αρχή | budgetary authority |
law | Αρχή Έγκρισης Κρυπτογραφικών Μεθόδων | Crypto Approval Authority |
law | αρχή: "έκδοση ή εκτέλεση της ποινής" | principle "either extradite or enforce the sentence" |
fin. | αρχή ίσης αξίας | equal value principle |
gen. | αρχή αμόδια για θέματα μετανάστευσης | competent immigration authority |
earth.sc., mech.eng. | αρχή αντίθετης ροής | counter-flow principle |
law, fin. | αρχή ανταγωνισμού | competition authority |
med. | αρχή ανταγωνιστικού αποκλεισμού | competitive exclusion principle |
law | αρχή "ανωτέρας βίας" | principle of force majeure |
law, crim.law., social.sc. | Αρχή αποζημίωσης και συνδρομής των θυμάτων εγκλημάτων βίας από πρόθεση | Crime Victim Compensation and Support Authority |
gen. | αρχή αποφυγής διακρίσεων | principle of non-discrimination |
fin. | αρχή αποφυγής της διπλής φορολογίας | non bis in idem |
gov. | Αρχή Αρμόδια για τη Σύναψη Συμβάσεων πρόσληψης | authority empowered to conclude contracts of employment |
gov. | αρχή αρμόδια για τη σύναψη της σύμβασης προσλήψεως | authority competent to conclude contracts of service |
gen. | αρχή αρμόδια για τη σύναψη της σύμβασης προσλήψεως | authority empowered to conclude contracts of employment |
gen. | αρχή αρμόδια για την ενημέρωση των μητρώων | body which compiles a register |
chem. | αρχή αρμόδια για τον έλεγχο συμμόρφωσης προς τις αρχές ΟΕΠ | GLP Monitoring Authority |
gen. | αρχή αρωγής | principle of care |
gen. | αρχή ασφαλείας πληροφοριών | technical INFOSEC authority |
life.sc. | αρχή γειτονικών σημείων | principle of adjacent points |
gen. | αρχή για τη βελτιστοποίηση της προστασίας από ακτινοβολίες | radiological optimization principle |
fin., agric., UN | αρχή για τη διάθεση πλεονασμάτων και υποχρεώσεων διαβούλευσης | principles of surplus disposal and consultative obligations |
law, commun. | αρχή για την πρόσβαση του κοινου | principle of public access |
h.rghts.act. | Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών | Hellenic Authority for the Information and Communication Security and Privacy |
h.rghts.act. | Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών | ADAE |
phys.sc., el. | αρχή δυαδικότητας | complementarity principle |
law | αρχή εκτέλεσης της απάτης | beginning of the implementation of the fraud |
agric., food.ind. | αρχή ελέγχου | control authority |
gen. | αρχή ελέγχου | supervisory authority |
fin. | αρχή ενιαίας νομισματικής μονάδας | principle of unit of account |
fin. | αρχή ενοποιημένης εποπτείας | consolidating supervisor |
gen. | αρχή εξουσιοδότησης | Designating Authority |
fin. | αρχή εξυγίανσης | resolution authority |
fin. | αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου | group level resolution authority |
fin. | αρχή επαφής | liaison authority |
law | αρχή επιβολής του νόμου | law enforcement service |
law | αρχή επιβολής του νόμου | law enforcement authority |
law | αρχή επιβολής του νόμου | law enforcement agency |
earth.sc. | αρχή επιτάχυνσης-επιβράδυνσης | accelerate-decelerate principle |
immigr. | αρχή επιτήρησης των συνόρων | border surveillance authority |
fin. | αρχή επιφορτισμένη με την εποπτεία τραπεζικών υπηρεσιών | banking regulatory authority |
econ., commer. | αρχή εποπτείας της αγοράς | market surveillance authority |
mater.sc. | αρχή εργονομικού σχεδιασμού | ergonomic design principle |
law | αρχή εφαρμογής του νόμου | law enforcement authority |
law | αρχή εφαρμογής του νόμου | law enforcement service |
law | αρχή εφαρμογής του νόμου | law enforcement agency |
energ.ind. | Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου | Electricity Authority of Cyprus |
med. | αρχή ιδρυτή | founder principle |
med. | αρχή ιδρυτή | founder effect |
med. | αρχή ισοϋδρίας | isohydric principle |
fin. | αρχή "κανένας πιστωτής να μη βρίσκεται σε χειρότερη θέση" | no creditor worse off principle |
fin. | αρχή "κανένας πιστωτής να μη βρίσκεται σε χειρότερη θέση" | "no creditor worse off than under insolvency" principle |
life.sc. | αρχή κατάθεσης | depository authority |
law | αρχή καταστολής | law enforcement authority |
law | αρχή καταστολής | law enforcement service |
law | αρχή καταστολής | law enforcement agency |
earth.sc., mech.eng. | αρχή λειτουργίας με διπλή γραμμή τροφοδοσίας | multiline principle of operation |
earth.sc., mech.eng. | αρχή λειτουργίας με μονή γραμμή τροφοδοσίας | single line principle of operation |
earth.sc., mech.eng. | αρχή λειτουργίας με προοδευτική τροφοδοσία | oil mist principle of operation |
earth.sc., mech.eng. | αρχή λειτουργίας με ψεκασμό σταγονιδίων λαδιού | two line principle of operation |
econ. | Αρχή Λιμένων Κύπρου | Cyprus Ports Authority |
law | αρχή "μεταγωγή ή εκτέλεση της ποινής" | principle " transfer the fugitive or enforce his sentence" |
med. | αρχή μετασχηματισμού | transforming principle |
law, immigr. | αρχή μη επαναπροώθησης | principle of non-refoulement |
econ. | αρχή "ο ρυπαίνων πληρώνει" | polluter pays principle |
law | αρχή "ουδείς εαυτόν ένοχον ποιεί" | principle of "non-self-incrimination" |
econ., transp. | αρχή πέδησης | application of the brakes |
chem., construct. | αρχή πήξεως | initial set |
gen. | αρχή παράλληλης εξέλιξης των αμοιβών | principle of parallel pay development |
earth.sc., mech.eng. | αρχή παράλληλης ροής | parallel flow principle |
fin., energ.ind. | αρχή "παραλαβής ή αποζημίωσης" | take or pay principle |
nat.sc. | αρχή πελάτης/ανάδοχος | customer/contractor principle |
gov. | αρχή περί παροχής βοηθείας | principle of care |
law | αρχή περί της συλλογής αποδεικτικών στοιχείων | principle regarding the collection of evidence |
tech. | αρχή πιστοποίησης | certification authority |
tech. | αρχή πιστοποίησης | certificating authority |
gen. | αρχή προς την οποία απευθύνεται η αίτηση | requested authority |
chem. | αρχή προστασίας του περιβάλλοντος | principle of environmental protection |
h.rghts.act., cultur. | αρχή σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου καιτων θεμελιωδών ελευθεριών | principle of respect for human rights and fundamental freedoms |
econ. | αρχή "Σκέψου πρώτα σε μικρή κλίμακα" | "Think small first" principle |
law | αρχή σκοπιμότητας | principle of opportunity |
law | αρχή σκοπιμότητας | discretionary powers principle |
law | αρχή στην οποία υποβάλλεται η αίτηση | requested authority |
math. | αρχή συμφωνίας | coherency principle |
agric. | αρχή συνυπευθυνότητας | co-responsibility principle |
law, construct. | αρχή σχεδιασμού | planning authority |
fin. | αρχή σχετικά με τις τιμές | tariff principle |
fin., energ.ind. | αρχή σύμφωνα με την οποία ο αγοραστής αγοράζει τα είδη ή καταβάλλει αποζημίωση | take or pay principle |
agric. | αρχή της άνθησης | emergence of inflorescence |
law, lab.law. | αρχή της ίσης αμοιβής για ίδια εργασία μεταξύ ανδρών και γυναικών | principle of equal pay for male and female workers for equal work |
social.sc. | αρχή της ίσης μεταχείρισης | principle of equal treatment |
law | αρχή της ίσης μεταχειρίσεως | principle of equal treatment |
tax. | αρχή της ίσης φορολογικής μεταχείρισης | principle of tax neutrality |
tax. | αρχή της ίσης φορολογικής μεταχείρισης | principle of fiscal neutrality |
gen. | αρχή της αιρεσιμότητας | conditionality principle |
fin. | αρχή της ακρίβειας του προϋπολογισμού | principle of budget accuracy |
law | αρχή της ακροάσεως των διαδίκων | principle of the right to a fair hearing |
gen. | αρχή της αλληλεγγύης | principle of solidarity |
gen. | αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών | principle of solidarity and fair sharing of responsibility |
econ. | αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης | mutual recognition principle |
gen. | αρχή της αμοιβαίας αναγνώρισης των προτύπων εποπτείας | concept of mutual recognition of supervisory standards |
fin. | αρχή της αμοιβαιότητας | mutuality principle |
tax. | αρχή της αμοιβαιότητας | reciprocity principle |
law | αρχή της ανάλωσης των δικαιωμάτων | principle of exhaustion of rights |
econ. | αρχή της αναλογικότητας | principle of proportionality |
law | αρχή της αναλογικότητας | proportionality principle |
law, commer. | αρχή της αναστροφής του βάρους της απόδειξης | reversal of the burden of proof |
law, fin. | αρχή της ανεξαρτησίας | principle of independence |
agric. | αρχή της ανθοφορίας | emergence of inflorescence |
med. | αρχή της αντιγραφής | origin of replication |
med. | αρχή της αντιγραφής | ori |
med. | αρχή της αντιπροσώπευσης | principle of representation |
earth.sc., mech.eng. | αρχή της αντιστρεπτικότητας | principle of reversibility |
gov. | αρχή της αξιοκρατίας | principle of merit |
law | αρχή της απαλλοτριώσεως | principle of expropriation |
fin. | αρχή της αποδοτικότητας | principle of efficiency |
med. | αρχή της αποκλίσεως | divergence principle |
gen. | αρχή της αποτελεσματικής διαχείρισης | principle of efficient administration |
law | αρχή της αποτελεσματικότητας | principle of effectiveness |
law, transp. | αρχή της αποχής | principle of abstention |
law, fin. | αρχή της απρόσκοπτης πρόσβασης στην αγορά και στις μεταφορές | principle of unrestricted access to the market and traffic |
econ. | αρχή της ασφάλειας δικαίου | principle of legal certainty |
fin. | αρχή της αυθεντικότητας | principle of budgetary accuracy |
fin. | αρχή της αυθεντικότητας | principle of budget accuracy |
fin. | αρχή της αυθεντικότητας του προϋπολογισμού | principle of budgetary accuracy |
fin. | αρχή της αυθεντικότητας του προϋπολογισμού | principle of budget accuracy |
gen. | αρχή της αυτοδιάθεσης | ownership |
account. | αρχή της αυτοτέλειας των χρήσεων | accruals principle |
agric. | αρχή της βιολογικής ενοποίησης των αποθεμάτων | principle of the biological unity of stocks |
econ. | αρχή της "δίκαιης ανταπόδοσης" | fair return principle |
econ. | αρχή της "δίκαιης ανταπόδοσης" | "juste retour" principle |
obs., h.rghts.act. | αρχή της δημοκρατικής ισότητας | principle of democratic equality |
obs., h.rghts.act. | αρχή της δημοκρατικής ισότητας | principle of the equality of its citizens |
law | αρχή της διαθεσιμότητας | principle of availability |
law, fin. | αρχή της διαφάνειας | principle of transparency |
earth.sc. | αρχή της διαφορικής πίεσης | principle of differential pressure |
gen. | αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης | doctrine of legitimate expectations |
med. | αρχή της διπλής αντλίας του Drew | twin pump principle |
gen. | αρχή της διπλής εξέτασης | principle of "double examination" |
nat.sc. | αρχή της διπλής εξακρίβωσης | double-checking principle |
gen. | αρχή της δοτής αρμοδιότητας | principle of conferral |
law | αρχή της δοτής αρμοδιότητας | principle of conferred power |
gen. | αρχή της δοτής αρμοδιότητας | principle of conferral of powers |
law | αρχή της δυνατότητας εντοπισμού | principle of legal traceability |
law | αρχή της δωσιδικίας του δράστη | active personality principle |
law | αρχή της δωσιδικίας του παθόντος | passive personality principle |
account. | αρχή της εγγραφής κατά την ημέρα πραγματοποιήσεως | accruals principle |
law | αρχή της εδαφικότητας | principle of extra-territoriality |
law, fin., transp. | αρχή της εδαφικότητας | principle of territoriality |
law, fin., transp. | αρχή της εδαφικότητας | territorial requirement |
law, immigr. | αρχή της ειδικότητας | rule of speciality |
law, immigr. | αρχή της ειδικότητας | principle of speciality |
fin. | αρχή της εκ των προτέρων έγκρισης από κεντρικό όργανο | principle of centralized prior approval |
law | αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως | adversarial principle |
law | αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως | principle of an adversarial process |
gen. | αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως | audi alteram partem |
med. | αρχή της εκκρεμοειδούς χαλάρωσης | principle of relaxation oscillation |
law, fin. | αρχή της εκπροσώπησης | principle of representation |
fin. | αρχή της "ελάχιστης εναρμόνισης" | principle of "minimum harmonization" |
law, fin. | αρχή της ελευθερίας | principle of liberty |
fin. | αρχή της ελευθερίας διαμετακόμισης | principle of free transit of goods |
earth.sc. | αρχή της εναλλαγής της πίεσης | principle of differential pressure |
social.sc. | Αρχή της ενσωμάτωσης της διάστασης της ισότητας των ευκαιριών μεταξύ των ανδρών και των γυναικών σε όλες τις πολιτικές και δράσεις | principle of integrating the equal opportunities for men and women dimension in all policies and activities |
social.sc. | Αρχή της ενσωμάτωσης της διάστασης της ισότητας των ευκαιριών μεταξύ των ανδρών και των γυναικών σε όλες τις πολιτικές και δράσεις | mainstreaming |
fin. | αρχή της ενότητας | principle of unity |
law | αρχή της ενότητας της προσωπικής κατάστασης | principle of the integrity of personal status |
agric. | αρχή της εξασφάλισης έναντι αστοχίας | fail-safe principle |
gen. | αρχή της εξομοίωσης | principle of assimilation |
law | αρχή της επανόρθωσης των καταστροφών του περιβάλλοντος, κατά προτεραιότητα στην πηγή | principle that environmental damage should as a priority be rectified at source |
econ. | αρχή της επικουρικότητας | principle of subsidiarity |
gen. | αρχή της εσωτερικής συμπληρωματικότητας | principle of internal complementarity |
fin. | αρχή της ετήσιας διάρκειας | principle of the annual nature of the budget |
fin. | αρχή της ετήσιας διάρκειας | rule of annuality |
fin. | αρχή της ετήσιας διάρκειας | principle of annuality |
gen. | αρχή της εταιρικής σχέσης | partnership principle |
agric. | αρχή της ζύμωσης; έναρξη ζύμωσης | starting of fermentation |
law | αρχή της θεμιτής εμπιστοσύνης | principle of protection of legitimate expectations |
law | αρχή της θεμιτής εμπιστοσύνης | principle of legitimate expectations |
gen. | αρχή της ιδίας ευθύνης | ownership |
gen. | αρχή της ισοσκέλισης | principle of equilibrium |
econ. | αρχή της ισοτιμίας της αγοραστικής δύναμης | principle of the equivalence of purchasing power |
law, lab.law. | αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία | principle of equal pay for male and female workers for equal work |
law | αρχή της ισότητας των μέσων | principle of equality of arms |
h.rghts.act. | αρχή της ισότητας των πολιτών | principle of democratic equality |
h.rghts.act. | αρχή της ισότητας των πολιτών | principle of the equality of its citizens |
fin. | αρχή της καθολικότητας | principle of budgetary universality |
fin. | αρχή της καθολικότητας | rule of universality |
fin. | αρχή της καθολικότητας | principle of universality |
gen. | αρχή της καλής διατύπωσης | principle of good drafting |
gen. | αρχή της καλής διαχείρισης | principle of sound management |
law | αρχή της κατανομής των εξουσιών | principle of separation of powers |
law | αρχή της κατ'αντιδικίαν διεξαγωγής της δίκης | principle of an adversarial process |
law | αρχή της κατ'αντιδικίαν διεξαγωγής της δίκης | adversarial principle |
gen. | αρχή της κοινοτικής νομιμότητας | principle of Community legality |
econ. | αρχή της κοινοτικοποίησης | principle of communitization |
med. | αρχή της μεταφοράς | transfer origin |
med. | αρχή της μεταφοράς | origin of transfer |
gen. | αρχή της μη άσκησης βέτο | no-veto principle |
law, fin. | αρχή της μη αναδρομικότητας των πράξεων | principle that measures should not be retroactive |
law, social.sc. | αρχή της μη διακρίσεως λόγω ιθαγενείας | principle of non-discrimination on grounds of nationality |
h.rghts.act. | αρχή της μη επαναπροώθησης | non-refoulement |
immigr. | αρχή της μη επαναπροώθησης | principle of non-refoulement |
h.rghts.act. | αρχή της μη επαναπροώθησης | non-return |
law, immigr. | αρχή της μη επαναπροώθησης | principle of "non-refoulement" |
law, h.rghts.act., fin. | αρχή της μη εφαρμογής διακρίσεων; αρχή της μη διάκρισης' αρχή της ισότιμης αντιμετώπισης | principle of non-discrimination |
econ., fin. | αρχή της "μη συνυπευθυνότητας" | "no bail-out" principle |
econ., fin. | αρχή της "μη συνυπευθυνότητας" | "no bail-out" rule |
econ., fin. | αρχή της "μη συνυπευθυνότητας" | "no bail-out" clause |
law, fin. | αρχή της νομιμότητας | principle of legality |
fin. | αρχή της νομοθετικής συνοχής | principle of legislative coherence |
econ. | αρχή της οικονομίας | principle of economy |
law, fin. | αρχή της οικονομίας της ανοιχτής αγοράς με ελεύθερο ανταγωνισμό | principle of an open market economy with free competition |
law | αρχή της οικονομίας της δίκης | procedural economy |
law | αρχή της οικονομίας της δίκης | principle of procedural economy |
law | αρχή της ορθής και χρηστής διοίκησης | principle of sound and proper administration |
law | αρχή της ορθής και χρηστής διοίκησης | principle of sound administration |
law | αρχή της ορθής και χρηστής διοίκησης | principle of proper administration |
nat.sc. | αρχή της ουράς | tail setting |
nat.sc. | αρχή της ουράς | base of tail |
fin. | αρχή της παράβασης της πρώτης εισαγωγής - πρώτης εξαγωγής | FIFO by-passing principle |
law | αρχή της περιορισμένης καθολικότητας | principle of limited universality |
gen. | αρχή της πλήρους διαφάνειας | principle that the Community's administration should be as transparent as a greenhouse |
med., psychol. | αρχή της πραγματικότητας | reality principle |
med., psychol. | αρχή της πραγματικότητας | principle of reality |
law | αρχή της "προαιρετικής εναρμόνισης" | principle of "optional harmonization" |
gen. | αρχή της προοδευτικής μειώσεως | principle of degressivity |
econ. | αρχή της προσθετικότητας | principle of additionality |
law | αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης | principle of protection of legitimate expectations |
law | αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης | principle of legitimate expectations |
law | αρχή της προσωπικής δέσμευσης | intuitu personae principle |
law | αρχή της προσωπικής δέσμευσης | intuitu personae condition |
social.sc. | αρχή της προσωπικότητας | personality principle |
econ. | αρχή της πρόνοιας | precautionary principle |
tech. | αρχή της πρόσκρουσης | beginning of the impact |
phys.sc., mech.eng. | αρχή της ροπής στρέψης | torque term |
gen. | αρχή της σταθερής εφαρμογής | consistency concept |
gen. | αρχή της συγκέντρωσης | concentration principle |
gen. | αρχή της συγκατάθεσης της πηγής προέλευσης | principle of originator's consent |
law | αρχή της συλλογικότητας | principle of collegiate responsibility |
fin. | αρχή της συνέχειας | principle of continuity |
fin., busin., labor.org. | αρχή της συνέχειας της εκμετάλλευσης | continuity of business |
fin. | αρχή της συνέχειας της νομοθεσίας | principle of continuity of legislation |
fin. | Αρχή της συνέχειας των δράσεων | going-concern principle |
fin. | αρχή της συνέχειας των νομοθετικών πράξεων | principle of legal continuity |
gen. | αρχή της συναίνεσης | principle of consensus |
law, econ. | αρχή της συνεκτικότητας | principle of connexity |
law, econ. | αρχή της συνεκτικότητας | principle of concomitant financing |
gen. | αρχή της συνεχιζόμενης δραστηριότητας | going concern basis |
law | αρχή της σύμφωνης ερμηνείας | principle of conforming interpretation |
law | αρχή της σώρευσης της προστασίας | principle of cumulation of protection |
earth.sc., mech.eng. | αρχή της τριγλώχινος καμπύλης | Steiner theorem |
tax. | αρχή της φορολογικής δικαιοσύνης | principle of fair taxation |
law | αρχή της χρηστής διοικήσεως | principle of sound and proper administration |
law | αρχή της χρηστής διοικήσεως | principle of sound administration |
law | αρχή της χρηστής διοικήσεως | principle of proper administration |
tax., commer. | αρχή της χώρας προέλευσης | country of origin principle |
agric. | αρχή της ωοτοκίας | point-of-lay |
fin. | αρχή τιμολόγησης | tariff principle |
earth.sc., life.sc. | αρχή του Porro-Koppe | Porro-Koppe's principle |
fin. | αρχή του "lex monetae" | principle of "lex monetae" |
phys.sc. | αρχή του Huygens | Huygens'principle |
law | αρχή του "estoppel" | Estoppel principle |
med. | αρχή του Geue | Geue principle |
immigr. | αρχή του αίματος | ius sanguinis |
fin., social.sc. | αρχή του αμοιβαίου συμφέροντος | principle of mutual benefit |
nat.sc. | αρχή του ανταγωνιστικού αποκλεισμού | competitive exclusion principle |
law | αρχή του αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου | principle of effective judicial control |
law, social.sc. | αρχή του δεδικασμένου | principle of res judicata |
fin. | αρχή του δεδουλευμένου | accruals principle |
fin. | αρχή του διαχωρισμού των καθηκόντων | principle of segregation of duties |
law | αρχή του δικαίου | principle of law |
phys.sc., el. | αρχή του δυϊσμού | complementarity principle |
immigr. | αρχή του εδάφους | ius soli |
fin. | αρχή του ενιαυσίου | annuality rule |
fin. | αρχή του ενιαυσίου | rule of annuality |
fin. | αρχή του ενιαυσίου | principle of annuality |
fin. | αρχή του επενδυτή επιχειρηματικού κεφαλαίου | market economy investor principle |
energ.ind. | αρχή του "θερμικοÙ ξυρíσματος" | grazing concept-OTEC |
gen. | αρχή του καθορισμού των στόχων σε συνάρτηση με τον κίνδυνο | principle of targeting on the basis of risk |
law, fin., econ. | αρχή του lex monetae' κανόνας του lex monetae | state theory of money |
law, fin., econ. | αρχή του lex monetae' κανόνας του lex monetae | lex monetae |
law, fin., econ. | αρχή του lex monetae' κανόνας του lex monetae | law of the currency |
law | αρχή του κράτους δικαίου | principle of the rule of law |
econ., commer. | αρχή του μη ανταγωνισμού | principle of non-competition |
law | αρχή του "μη βλάπτειν" | "do no harm" principle |
earth.sc. | αρχή του μόνιμου φωτισμού | principle of permanent illumination |
nat.sc., social.sc. | αρχή του οριζόντιου χαρακτήρα | principle of horizontality |
law | αρχή του πλέον ευνοουμένου κράτους | principle of preference |
law | αρχή του πλέον ευνοουμένου κράτους | MFN principle |
fin. | αρχή του προορισμού | destination principle |
earth.sc., life.sc. | αρχή του συγκριτή του Abbe | Abbe's comparator principle |
fin. | αρχή του φορολογικού αντισταθμίσματος | benefit theory of taxation |
fin. | αρχή του φορολογικού αντισταθμίσματος | benefit taxation |
fin. | αρχή του φορολογικού αντισταθμίσματος | benefit principle |
phys.sc. | αρχή των Bragg-Gray | Bragg-Gray principle |
med. | αρχή των Darrow-Yannet | Darrow-Yanett principle |
social.sc. | αρχή των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης | principle of equal opportunities and equal treatment of men and women in matters of employment and occupation |
fin. | αρχή των αγορών παρεμβάσεως | start of buying-in |
law | αρχή των δικαιωμάτων της υπερασπίσεως | right to a fair hearing |
work.fl., IT | αρχή των λέξεων-κλειδιών | keyword principle |
law, crim.law., h.rghts.act. | αρχή των σοβαρότερων εγκλημάτων | most serious crimes principle |
earth.sc. | αρχή των συγκοινωνούτων δοχείων | communicating vessels principle |
econ. | Αρχή των συγκρινομένων πλεονεκτημάτων | comparative cost |
econ. | Αρχή των συγκρινομένων πλεονεκτημάτων | comparative advantage |
tax. | αρχή φορολόγησης ανάλογα με τον τόπο κατοικίας | residence principle of taxation |
account. | αρχή φρόνησης | prudence concept |
account. | αρχή φρόνησης | conservatism |
law | αρχή χορήγησης αδειών | licensing authority |
law | αρχή χρηστής διoίκησης | good government |
law | αρχή χρηστής διoίκησης | principle of proper administration |
law | αρχή χρηστής διoίκησης | good administration |
law | αρχή χρηστής διοίκησης | principle of sound and proper administration |
law | αρχή χρηστής διοίκησης | principle of sound administration |
law | αρχή χρηστής διοίκησης | principle of proper administration |
agric. | αρχή ωρίμανσης | onset of ripening |
agric. | αρχή ωρίμανσης στο κλήμα | onset of ripening |
med. | αρχή όλα ή τίποτα | all-or-none principle |
med. | αρχή όλα ή τίποτα | all-or-none law |
econ. | αρχή ύφεσης | downturn in the business cycle |
econ. | αρχή ύφεσης | beginning of a slump |
law | αστυνομική αρχή | police authority |
law, fin., UN | βασική αρχή και κατευθυντήρια οδηγία του FAO για τη διάθεση πλεονασμάτων | FAO Principles of surplus disposal and guiding lines |
law | βασική νομική αρχή | basic principle of law |
law | γενική αρχή που απαγορεύει τη νυκτερινή εργασία στις γυναίκες | general rule that nightwork by women is prohibited |
econ., commer. | γενική αρχή της μη διακριτικής μεταχείρισης | general principle of non-discriminatory treatment |
econ. | γενική αρχή του δικαίου | general legal principle |
law | γενική αρχή του δικαίου | principle of law |
account. | γενικώς παραδεκτή λoγιστική αρχή | generally accepted accounting principle |
account. | γενικώς παραδεκτή λoγιστική αρχή | generally accepted accounting practice |
law, tax. | δημοσιονομική αρχή | tax authority |
law, tax. | δημοσιονομική αρχή | tax authorities |
law, tax. | δημοσιονομική αρχή | tax department |
law, tax. | δημοσιονομική αρχή | fiscal authority |
law | δημόσια αρχή | public authority |
law | δημόσια αρχή | public officer |
law | δημόσια αρχή | governmental authority |
law | διαιτητική αρχή | court of arbitration |
law | διαιτητική αρχή | arbitral tribunal |
law | διαιτητική αρχή | arbitral court |
gen. | Διακυβερνητική Αρχή για την Ανάπτυξη | Intergovernmental Authority on Development |
gen. | Διακυβερνητική αρχή για την ξηρασία και την ανάπτυξη | Intergovernmental Authority on Drought and Development |
gen. | Διεθνής αρχή των θαλάσσιων βυθών | International Seabed Authority |
law | δικαστική αρχή | judicial body |
law | δικαστική αρχή | judicial authority |
law | δικαστική αρχή αρμόδια για την ποινική δίωξη | court with penal jurisdiction |
law | δικαστική αρχή' δικαστήριο | judicial body |
law | δικαστική αρχή' δικαστήριο | judicial authority |
gen. | δικαστική αρχή εκτέλεσης | executing judicial authority |
social.sc. | διοικητική αρχή κατασκευών και στέγασης | Senate Administration for Construction and Housing |
econ. | διοικητική δικαστική αρχή | administrative court |
immigr. | διπλωματική και προξενική αρχή | diplomatic or consular authorities |
gen. | διπλωματικό και προξενικό γραφείο; διπλωματική και προξενική αρχή | diplomatic or consular post |
law | διωκτική αρχή | law enforcement authority |
law | διωκτική αρχή | law enforcement service |
law | διωκτική αρχή | prosecutorial authority |
law | διωκτική αρχή | prosecuting authority |
law | διωκτική αρχή | law enforcement agency |
earth.sc., mech.eng. | δοσομετρική αρχή λειτουργίας | restrictor principle of operation |
tech., mech.eng. | εγκεκριμένο από την αρμόδια αρχή | approved by the Authority |
hobby | εθνική αθλητική αρχή | national sporting authority |
social.sc., ed. | Εθνική Αρχή Απονομής Υποτροφιών | national grant awarding agency |
gen. | Εθνική Αρχή Ασφαλείας | national security authority |
gen. | εθνική αρχή σχέσεων | national liaison authority |
gen. | εθνική εποπτική αρχή | national supervisory body |
gen. | εθνική εποπτική αρχή | national supervisory authority |
gen. | Εθνική Παλαιστινιακή Αρχή | Palestinian National Authority |
gen. | Εθνική Παλαιστινιακή Αρχή | Palestinian Authority |
econ. | εισαγγελική αρχή | public prosecutor's department |
law | εισαγγελική αρχή ; εισαγγελία | prosecution service |
law | εισαγγελική αρχή ; εισαγγελία | public prosecutor's office |
law | εισαγγελική αρχή ; εισαγγελία | the prosecution |
law | εισαγγελική αρχή ; εισαγγελία | State Counsel's Office |
fin. | εκδίδουσα αρχή | issuing authority |
law | Εκτελεστική Αρχή της Σκωτίας | Scottish Executive |
math. | ελλείπουσα αρχή πληροφοριών | missing information principle |
math. | ελλείπουσα αρχή πληροφοριών | Efron's self-consistency algorithm |
fin. | ενημερώνω την αρμόδια για τον προϋπολογισμό αρχή | to inform the budgetary authority |
fin. | εντολή για πώληση στην αρχή και για αγορά στη συνέχεια | sell first,buy later position |
law | εξέταση μάρτυρα ή πραγματογνώμονα από τη δικαστική αρχή της κατοικίας του | hearing of a witness or expert by the judicial authority of his place of permanent residence |
law | εξεταστική αρχή | testing authority |
gen. | εξουσιοδοτούσα αρχή | delegating authority |
gen. | εξουσιοδοτούσα αρχή | Designating Authority |
law | επιβλέπουσα αρχή | supervisory authority |
law | επικαλούμαι την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης | to claim protection of their legitimate expectations |
nat.sc. | επιστημονική αρχή | scientific authority |
econ. | Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ | EFTA Surveillance Authority |
econ. | Εποπτεύουσα Αρχή της ΕΖΕΣ | Authority |
fin. | εποπτεύουσα τραπεζική αρχή | banking supervisory authority |
fin. | εποπτεύουσα τραπεζική αρχή | banking supervisor |
fin. | εποπτική αρχή | supervisory authority |
econ., fin. | εποπτική αρχή του τραπεζικού συστήματος | authority responsible for supervising the banking system |
econ. | Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων | European Food Safety Authority |
law | ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή | European Public Prosecutor |
law | ευρωπαϊκή εισαγγελική αρχή | European Prosecutor |
gen. | η αρχή "γη έναντι ειρήνης" | principle of "land for peace" |
gen. | η αρχή του κοινού ενδιαφέροντος | concept of common interest |
gen. | η αρχή του κοινού συμφέροντος | concept of common interest |
med. | η αρχή των αντιθέτων | principle of contrasts |
min.prod., fish.farm. | η διαφορά θα πρέπει να διευθετείται με βάση την αρχή της "δικαιοσύνης" και τα πραγματικά περιστατικά | the conflict should be resolved on the basis of equity and in the light of all the relevant circumstances |
relig. | θρησκευτική αρχή του κράτους μέλους | religious authority of the member State |
gen. | ιθύνουσα αρχή της Ένωσης | Union's managing body |
gen. | κανονιστική αρχή | authority |
gen. | κανονιστική αρχή | regulatory authority |
gen. | κανονιστική αρχή | Regulatory Authority |
med. | Κεντρική Αρμόδια Αρχή | central competent authority |
law | κεντρική αρχή | Central Authority |
law | κεντρική αρχή | central authority |
gen. | κεντρική αρχή προμηθειών | central purchasing body |
econ. | κεντρική τραπεζική αρχή | central banking authority |
construct., IT | κοινή αρχή ελέγχου | Joint Supervisory Authority |
construct., IT | κοινή αρχή ελέγχου | Schengen Joint Supervisory Authority |
construct., cust., IT | κοινή ελεγκτική αρχή | Customs JSA |
construct., cust., IT | κοινή ελεγκτική αρχή | JSA Customs |
construct., cust., IT | κοινή ελεγκτική αρχή | Joint Supervisory Authority |
construct., cust., IT | κοινή ελεγκτική αρχή | Customs Joint Supervisory Authority |
construct., immigr., IT | κοινή εποπτική αρχή | Eurodac joint supervisory authority |
law | Κοινή εποπτική αρχή της Εuropol | Joint Supervisory Body of Europol |
econ. | λιμενική αρχή | port administration |
account. | λογιστική αρχή | accounting policy |
tech. | μετρητής με βάση την αρχή του κινητήρα | motor meter |
earth.sc., life.sc. | μηχανή αναπαραγωγής που στηρίζεται στην αρχή του φωτεινού θαλάμου | one-room camera |
law | νομίμως εξουσιοδοτημένη αρχή | law enforcement authority |
law | νομίμως εξουσιοδοτημένη αρχή | law enforcement service |
law | νομίμως εξουσιοδοτημένη αρχή | law enforcement agency |
law, commun. | νομίμως εξουσιοδοτημένη αρχή | law enforcement agency |
fin., earth.sc., chem. | νομισματική αρχή | monetary authorities |
gen. | νομοθετική αρχή | regulatory authority |
law, fin. | νομοθετική αρχή | legislative authority |
gen. | νομοθετική αρχή | authority |
gen. | ο έχων ως αρχή την άρνηση | rejectionist |
law, patents. | ο δικαστής δύναται να δικαστεί μόνο από την αρμόδια αρχή η οποία δικάζει τους δικαστές | the judge shall be tried only by the court competent to judge ... |
law | ο εκτελεστήριος τύπος περιάπτεται από την εθνική αρχή | the order for its enforcement shall be appended to the decision by the national authority |
gen. | ο υπάλληλος δύναται να προσφύγει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή | officials may submit requests to the appointing authority |
work.fl., IT | οκταβική αρχή | octave device |
construct. | Ομάδα "Αρχή της επικουρικότητας" | Working Group on the Principle of Subsidiarity |
gen. | Παλαιστινιακή Αρχή | Palestinian Authority |
gen. | παραλαμβάνουσα αρχή | transferee administration |
law | παραλληλία - αρχή της παραλληλίας | principle of parallelism |
gen. | παραχωρούσα αρχή | transferor administration |
gen. | περιφερειακή αρχή | Regional Executive |
gen. | περιφερειακή αρχή | regional authority |
law | περιφερειακή διοικητική αρχή | district administrative authority |
gen. | προξενική αρχή | consular post |
law | προσάγω στην αρμόδια δικαστική αρχή | to bring before the competent legal authority |
law | Προσωρινή Αρχή Αυτοδιακυβέρνησης | provisional self-governing authority |
gen. | προσωρινή αρχή του Αφγανιστάν | Afghan Interim Authority |
gen. | Προσωρινή Αρχή του Συνασπισμού | Coalition Provisional Authority |
fin. | προϊσταμένη αρχή του οργάνου | superior authority of the institution |
law | πρόσωπο εντεταλμένο από τη δημόσια αρχή | office-holder |
energ.ind., nucl.phys. | ρυθμιστική αρχή | regulatory body |
energ.ind., industr. | ρυθμιστική αρχή ενέργειας | energy regulator |
energ.ind. | Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας | Regulatory Authority for Energy |
life.sc., anim.husb. | στην αρχή της εγκυμοσύνης | during early gestation |
busin., labor.org., account. | συνεχής λειτουργία των επιχειρήσεων; αρχή της συνεχούς λειτουργίας των επιχειρήσεων | going concern |
fin., hobby | συνομολόγηση στοιχήματος με βάση την αρχή του αμοιβαίου στοιχήματος | run a totalizator |
law | συνταγματική αρχή | constitutional principle |
law, social.sc. | συνταγματική αρχή της ισότητας | constitutional principle of equality |
econ., commun. | τιμολογιακή αρχή | tariff principles |
gen. | τοπική αρχή | local authority |
fin. | υγιής ασφαλιστική αρχή | sound insurance principles |
gen. | υψηλή κρατική αρχή | High State Authority |
law, tax. | φορολογική αρχή | tax authority |
law, tax. | φορολογική αρχή | tax department |
law, tax. | φορολογική αρχή | tax authorities |
law, tax. | φορολογική αρχή | fiscal authority |
med. | όχημα που σφραγίζεται από την αρμόδια αρχή | vehicle sealed by the competent authority |