DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Earth sciences containing αν | all forms | exact matches only
GreekEnglish
ανÙψωσηuplift
ανÙψωσηupheaval
διάχυσις των αερίων προϊόντων σχάσεων εις το διάκενοdiffusion of fission product gases to the gap
διαχέω εις μέσονto diffuse through something
διαχέω εις μέσονto diffuse into something
ενδεδειγμένη πίεσις εις ακροφύσιον εκτοξευτούcorrect sprinkler pressure
θέσις εις κατάστασιν αναρροής 2.εμφάνισις "κρατήρος αλώπεκος" 3.κοίλωμα εξ αποφυσήσεωςblowout
κόλλα πήζουσα εις θερμοκρασίαν περιβάλλοντοςroom-temperature-setting adhesive
πίεσις εις ακροφύσιον εκτοξευτούsprinkler pressure
περιεκτικότης εις ύδωρmoisture percentage
περιεκτικότης εις ύδωρwater content
περιεκτικότης εις ύδωρmoisture content
πυκνότης εις χλωράν κατάστασινgreen density
υποχώρησιςβαθούλωμαοφειλομένη εις αιολικήν διάβρωσινdeflation basin
υποχώρησιςβαθούλωμαοφειλομένη εις αιολικήν διάβρωσινblowout