DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing αντλία | all forms
GreekEnglish
αντλία βαθέων φρεάτωνdeep lift pump
αντλία με χρήση του απορριπτόμενου αέραpump using exhaust air
αντλία του εκτοξευτήρα ύδατοςwindscreen-washer pump
αντλία τροφοδοσίας καυσίμωνfuel supply pump
αντλία φίλτρουfilter pump
αποθήκη πυροσβεστικών αντλιώνfire station
απόδοση ισχύος αντλίαςpump power efficiency
βοηθητική αντλίαbooster pump
ηλεκτρική αντλία με βυθιζόμενο στάτηwet stator pump
θερμοηλεκτρική αντλία θερμότηταςthermoelectric heat pump
προστατευτικό περίβλημα διπλού τοιχώματος με αντλία απορροφήσεωςdouble containment with pump-back
πυροσβεστική αντλίαfire pump
υποβρύχια αντλία γεωτρήσεωςborehole pump
φρεάτια στράγγισης αντλιώνpump sump
φρεάτια στράγγισης αντλιώνpump well
φρεάτια στράγγισης αντλιώνsump
φρεάτια στράγγισης αντλιώνpump pit
φρεάτια στράγγισης αντλιώνpump hole