DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject General containing αντικατάσταση | all forms
GreekEnglish
έγγραφο προς αντικατάσταση διαβατηρίουpassport substitute
έγγραφο προς αντικατάσταση διαβατηρίουdocument replacing passport
αντικατάσταση πυρηνικού καυσίμουoff-load fuelling
αντικατάσταση πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργίαon-load fuelling
αντικατάσταση του πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργίαon-load refuelling
αντικατάσταση του πυρηνικού καυσίμου εν λειτουργίαon-load charging
περιοδική αντικατάσταση στρατιωτικών δυνάμεωνforce rotation