DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Metallurgy containing ανθεκτικός | all forms
GreekEnglish
ανθεκτικός σε στρέβλωσηwarp resistant
ανθεκτικός σε στρέβλωσηbuckling resistant
ανθεκτικός σε συστροφήwarp resistant
ανθεκτικός σε συστροφήbuckling resistant
ανθεκτικός στη διάβρωσηrust-resisting
ανθεκτικός στη διάβρωσηrust-proof
ανθεκτικός στη διάβρωση χρωμιονικελιούχος χάλυψcorrosion-resistant chrome-nickel steel
ανθεκτικός στη σκουριάrust-resisting
ανθεκτικός στη σκουριάrust-proof
ανθεκτικός στην υγρασίαanti-mould
δομικός χάλυβας ανθεκτικός σε υψηλές θερμοκρασίεςsteel for use at elevated temperature
δομικός χάλυβας ανθεκτικός σε υψηλές θερμοκρασίεςhigh temperature structural steel
ο χάλυβας είναι ανθεκτικός στον εφελκυσμό,στην κάμψη και στην σύγκρουσηsteel is resistant to tensile strength, bending and shock
χάλυβας ανθεκτικός στην φθοράwear-resistant steel
χάλυβας ανθεκτικός στο υδρογόνο σε υψηλή πίεσηsteel resistant to hydrogen at high pressure
χυτοσίδηρος ανθεκτικός σε οξέαacid resisting cast iron
χυτοσίδηρος ανθεκτικός σε οξέαacid resistant cast iron USA
χυτοχάλυβας ανθεκτικός στη διάβρωσηcorrosion resisting cast steel
χυτοχάλυβας ανθεκτικός στη φθοράcast steel for resistance to wear
χυτοχάλυβας ανθεκτικός στη φθοράcast steel for resistance to abrasion