DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing αγωγιμότητα | all forms
GreekEnglish
αγωγιμότητα των νευρικών ώσεωνconduction of nerve impulses
διαταραχή της αγωγιμότηταςdisturbance of conduction
διαταραχή της αγωγιμότηταςconduction disturbance
κώφωση τύπου αγωγιμότηταςtransmission hearing loss
κώφωση τύπου αγωγιμότηταςconductive deafness
κώφωση τύπου αγωγιμότηταςconductive hearing loss
κώφωση τύπου αγωγιμότηταςconduction deafness
ρυθμιστής διαμεμβρανικής αγωγιμότητας κυστικής ίνωσηςcystic fibrosis transmembrane conductance regulator
ρυθμιστής διαμεμβρανικής αγωγιμότητας κυστικής ίνωσηςcystic fibrosis transmembrane regulator