DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Information technology containing αγωγιμότητα | all forms
GreekEnglish
αγωγιμότητα πύλης-πηγήςgate-source conductance
ακουστική σύνθετη αγωγιμότηταacoustic admittance
ανεπηρέαστος από εκπομπές εξ αγωγιμότηταςto be immune to conducted emissions
μαζική αγωγιμότηταbulk conductance
μη επηρεάσιμος από εκπομπές λόγω αγωγιμότηταςto be immune to conducted emissions
σύνθετη αγωγιμότητα ανάστροφης μεταφοράςreverse transfer admittance
σύνθετη αγωγιμότητα εμπροσθόδοτης μεταφοράςforward transfer admittance