DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Medical containing άτομο | all forms
GreekEnglish
άτομο ασθενούς βούλησηςhypobulic
άτομο με μανία μετρίου βαθμούhypomaniac
άτομο με συλλοίμωξη VIH-ηπατίτιδαHIV-hepatitis C virus-coinfected people
άτομο με τάση για υπερθυρεοειδισμόhyperontomorph
άτομο που έχει ανοσοποιηθεί με ερυθροκύτταρα ομάδας Αperson immunized by group A red corpuscles
άτομο που έχει εκτεθεί στα λοιμώδη νοσήματαcontact
άτομο που δεν παρουσιάζει συμπτώματαasymptomatic individual
άτομο που παρουσιάζει ελαττωμένη διανοητικότηταhypophrenic
άτομο που χρειάζεται απαραιτήτως διαρκή περίθαλψη και παρακολούθησηperson who is badly in need of constant care and attendance
άτομο που χρειάζεται συνεχή περίθαλψηperson who needs constant care
άτομο που χρειάζεται τακτική περίθαλψηperson who needs regular care
άτομο προς εμβολιασμόvaccinee
ακρωτηριασθέν άτομοarmless person
ακρωτηριασθέν άτομοarm amputee
αλφικό άτομοalbino
ασύμμετρο άτομο άνθρακαasymmetric carbon atom
ατοπικό άτομοatopic human
γενετικά ευαίσθητο άτομοgenetically susceptible people
δεύτερος εμβολιασμός σε άτομο ή ζώο που ανοσοποιήθηκε ήδηhypervaccination
διανοητικώς ανάπηρο άτομοincapacitated patient
διανοητικώς ανάπηρο άτομοcognitively impaired patient
εκτεθειμένο άτομοexposed person
ενεργοποιημένο άτομοactivated atom
επίνοσο άτομοsusceptible individual
επίνοσο άτομοsusceptible
ηλικιωμένο άτομο σε κατάσταση απορίαςimpaired elderly
ιστός από άλλο άτομοtissue from other persons
μετάδοση της νόσου από άτομο σε άτομοperson-to-person spread of disease
μεταμόσχευση ιστού από άτομο του ίδιου είδουςisotransplantation
μονήρες άτομο δημιουργημένο από δύο ωάρια γονιμοποιηθέντα ταυτόχροναsingle individual created from two eggs fertilised at the same time
οροθετικό ασυμπτωματικό άτομοasymptomatic patient
σπαστικό άτομοspastic
συναισθηματικό άτομοaffective person
υπομανιακό άτομοhypomaniac
ψυχικά άρρωστο άτομοpsychiatric patient
ψυχικά άρρωστο άτομοmentally ill person