DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Finances containing άτομο | all forms
GreekEnglish
άτομο που υποχρεούται να καταβάλει τελωνειακή οφειλήperson liable for payment of a customs debt
άτομο που χειρίζεται μετρητά λόγω του επαγγέλματός τουprofessional cash-handler
άτομο που χειρίζεται μετρητά λόγω του επαγγέλματός τουprofessional cash-user
άτομο που χειρίζεται μετρητά λόγω του επαγγέλματός τουcash handler
μέσος όρος της καθαρής προστιθέμενης αξίας κατ'άτομο απασχολούμενο στη γεωργίαaverage net value-added per person engaged in agriculture
συνεργαζόμενο άτομοassociated person