DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing άδεια | all forms
GreekEnglish
άδεια άνευ αποδοχώνunpaid leave
άδεια αλιείαςfishing licence
άδεια για κοινωνικούς λόγουςleave on social grounds
άδεια για πολιτικούς λόγουςleave for political activities
άδεια δόμησηςbuilding permit
άδεια εισαγωγήςimport licence
άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίαςpatents licence
άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος τεχνογνωσίαςknow-how licence
άδεια εμπορίαςtrade licence
άδεια εξαγωγήςexport licence
άδεια επαγγελματικής κατάρτισηςtraining leave
άδεια εργασίαςwork permit
άδεια κυκλοφορίας οχήματοςvehicle registration document
άδεια κυκλοφορίας οχήματοςvehicle licence/log book
άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματοςcredit institution's licence
άδεια μετ' αποδοχώνpaid leave
άδεια μεταφοράςtransport licence
άδεια μητρότηταςmaternity leave
άδεια ναυσιπλοΐαςship's passport
άδεια οδήγησηςdriving licence
άδεια πατρότηταςpaternity leave
άδεια πώλησηςmarket approval
άδεια σύμπραξηςrestrictive-practice authorisation
αναρρωτική άδειαsick leave
γονική άδειαparental leave
διαπραγματεύσιμη άδεια ρύπανσηςtradeable emission permit
ειδική άδειαspecial leave
ειδική άδεια αλιείαςfishing permit
εισαγωγήεμπορεύματοςπου συνοδεύεται από σχετική άδειαlicensed import
ευρωπαϊκή άδεια οδήγησηςEuropean driving licence
συμφωνία που αφορά την άδεια εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίας ; συμφωνία για την παραχώρηση της άδειας εκμετάλλευσης διπλώματος ευρεσιτεχνίαςpatent licensing agreement