DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Labor law containing άδεια | all forms
GreekEnglish
άδεια για ανεύρεση άλλης απασχόλησης από τον απολυόμενο μισθωτόtime off to look for new employment
άδεια εργαζομένων σπουδαστώνleave for working students
άδεια πατρότηταςpaternal leave
άδεια προς εργασίαpermit to work
άδεια προσωπική και μη μεταβιβάσιμηpersonal and non-transferable authorization
αίτηση προς άδεια εκτελέσεως εργασιώνpermit to work request
αλλοδαπός με άδεια διαμονήςresident alien
ετήσια άδειαannual leave
ετήσια άδεια μετ'αποδοχώνpaid annual leave
συνδικαλιστική εκπαιδευτική άδειαleave for training in union affairs