DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Fish farming pisciculture containing άδεια | all forms
GreekEnglish
άδεια αλιείαςfishing authorisation
άδεια αλιείας γαρίδαςshrimp fishing licence
άδεια αλιείας που δεν χρησιμοποιήθηκεunused fishing licence
άδεια αλιευτικού πλοίουfishing licence
ειδική άδεια αλιείαςspecial fishing permit
ειδική άδεια αλιείας ; άδεια αλιείαςfishing permit
ομαδική άδειαjoint licence
παραχωρώ μια άδεια χρήσηςto grant a licence
σκάφος που διαθέτει άδεια αλιείαςvessel to be licensed for fishing