DictionaryForumContacts

   Greek English
Terms for subject Astronautics containing Στην | all forms | exact matches only
GreekEnglish
Δομή στήριξης της πτέρυγας στην άτρακτοwing carry-through
ικανότητα στην απορρόφηση αποθηκευμένης ενέργειαςreserved energy absorption capacity
Κινητήρας αεροσκάφους σε πτήση κοντά στην επιφάνεια της θάλασσαςsea-level engine sea-level engine
Συμφωνία μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Διαστήματος και του Ευρωπαϊκού Οργανισμού για την Ασφάλεια της Αεροναυτιλίας σχετικά με την ευρωπαϊκή συμβολή στην ανάπτυξη του παγκοσμίου δορυφορικού συστήματος πλοήγησης GNSSAgreement between the European Community, the European Space Agency and the European Organisation for the Safety of Air Navigation on a European Contribution to the development of a global navigation satellite system GNSS
φορτίο στην επιφάνεια ελέγχου σε συνθήκες πτήσης,control surface flight loading condition