DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Economy containing Πιστοποιητικό | all forms
GreekEnglish
πιστοποιητικό επένδυσης εισηγμένο στο χρηματιστήριοpreference share quoted on the stock exchange
πιστοποιητικό επένδυσης χωρίς δικαίωμα ψήφουnon-voting preference share
πιστοποιητικό καταγωγήςcertificate of origin
πιστοποιητικό κυκλοφορίαςmovement certificate
πιστοποιητικό της διαδικασίας ΚίμπερλυKimberley Process Certificate
πιστοποιητικό υγείαςhealth certificate