DictionaryForumContacts

   Greek
Terms for subject Technology containing Πιστοποιητικό | all forms
GreekEnglish
πιστοποιητικό δοκιμήςtest certificate
πιστοποιητικό εγκρίσεωςapproval certificate
πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσηςenergy performance certificate of a building
πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσηςenergy performance certificate
πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης κτιρίουenergy performance certificate of a building
πιστοποιητικό ενεργειακής απόδοσης κτιρίουenergy performance certificate
πιστοποιητικό καταλληλότηταςqualification certificate
πιστοποιητικό καταμέτρησης χωρητικότηταςcalibration certificate
πιστοποιητικό ΟΗΕUN certificate
πιστοποιητικό πιστότηταςcertificate of conformance
πιστοποιητικό πιστότητας "EK"EC certificate of conformity
πιστοποιητικό συμμορφώσεωςcertificate of conformity
πιστοποιητικό συμμορφώσεωςcertificate of conformance